Ι.
Μια γυναίκα με περιμένει
κάθεται στα μαγικά παράθυρα των ματιών της
και με περιμένει
γίνεται έρωτας και ραίνει τους διαβάτες
καίει τ' όνομά της
και ρίχνει στάχτη στο μάτι του κύκλωπα
στο μάτι του χρόνου
σκορπάει τις νύχτες μου στην κοιλιά της
αγναντεύει το σπέρμα μου στο πέλαγος
και δεν ξεχνά ποτέ το φόρο της
στις άραχλες ορέξεις μου
πολιορκεί το σώμα της σ' όλες τις ακροπόλεις μου
τρέφει όλους τους περαστικούς μινώταυρους
και τους ρωτά μαντάτα μου
τυλίγοντας το μίτο της στις στύσεις τους
μπήγει τα νύχια της σε κάθε σάρκα μου που πυρπολώ
στις θερμές της πύλες
δέονται όλοι οι στρατοί και τάζουν
το σκοτωμένο σπέρμα τους στο χώμα που πατεί
οργάζεται και τη μαστιγώνουν οι Πέρσες
κρεμάει τους μαστούς της στην Ιωλκό
κι ύστερα σπέρνει τα κρυφά της δόντια
σε κάθε βήμα μου στην ξενιτιά
ναυλώνει τα όνειρά μου κι ενσαρκώνεται
ανοίγει τη μεγάλη ανάσα του φιλιού της
και σπεύδουν ν' αμαρτήσουν
όλοι οι καιροί, ειρήνης και πολέμου
στέργει και δεν στέργει να λέγεται με τ' όνομά της
II.
Ερωτεύεται και δεν έχουν άλλο χρώμα οι πασχαλιές
κοιμάται και δεν έχουν άλλο όνειρο οι εραστές
ξυπνά και δεν έχουν άλλο θρόισμα οι λόχμες
βλέπει τον κόσμο και έχουν τύφλα τα όνειρα.
III.
Στα χείλη της κολλούνε τ' άστρα σπόροι από σουσάμι
ενώ σαράντα κλέφτες μού κόβουν την αναπνοή.
Μιλά μες απ' τα πέπλα της και γδύνεται η Σαλώμη
και σπαταλούν οι ώμοι της την κεφαλή μου.
Λούεται στην αδέσποτη ροή της και προσκυνάει ο
Μυστράς
ενώ ρουφά τους γαλαξίες της παναγιάς μητρός μου.
Παίρνει την ποικιλόθρον' αθάνατ' Αφρόδιτα στάση
της
για να τη ζωγραφίσει η αργομισθία των χρωμάτων
μου.
Είμαι ο πατέρας ουρανός, είναι η μητέρα γη
είμαι όλοι μας παιδιά της ηδονής μας.
IV.
Φυτεύει τα πολυσύχναστα χείλη της στα μυαλά των
χρονογράφων.
Ξοδεύει τα ευάλωτα πόδια της στα πιο βαθιά νερά.
Φυτρώνει και μοσχοβολούν οι σιωπές της Αφροδίτης.
Ανοίγει την ποδιά της ν'αφηγηθώ τη λάβα της στη
γλώσσα μου.
Αντέχει στις πιο απρόσκοπτες ανατινάξεις του
σπλάχνου της.
Λαμπρύνεται στο μόχθο του φιλιού μου με στάλες
περιζήτητες.
Φυγαδεύει τα κυπαρίσσια στις μασχάλες της σαν
ουρανός.
Παίρνει το χαμόγελό της από πάνω μου σαν αποστάτης
ουρανός.
Μικρά παιδιά οργάζονται ολόψυχα στης ρώγας της το
αδήριτο.
Στο ρήγμα των μαστών της μπήγω του ρίγους μου
τους μύστες.
Στις τρωκτικές σπηλιές της γλώσσας της κολάζονται
αμίλητοι ασκητές.
Αμείλικτοι κατακτητές γεμίζουν τα κρανία τους στις
απαράδεκτες πηγές της.
Διαπρέπω στην ακόρεστη φυγή της με άλογα λάφυρα
απ' τα ξένα.
Πληρώνω στην αχαλίνωτη κοίτη της με τα λεγόμενα
ποτάμια μου.
Για σένα τραγουδώ μαλάκα Αγαμέμνονα. Οίκαδε!
1978