Τρεις νύχτες Πεντηκοστής κοιμόμασταν στη σκιά της Γκαμήλας. Ένας μαύρος σκορπιός πετάγονταν από την υγρασία των λιθαριών και μας τσιμπούσε στους αστραγάλους. Ξυπνάγαμε όπως από λήθαργο, σαν να μας θώπευε αργόσυρτα η δαγκωματιά. Σαν να μούσκευε δηλητήριο το αίμα. Αλλά ήμασταν άνθρωποι χαρούμενοι, που γελούσαν. Δεν φυλαγόμασταν ποτέ. Έτσι κάναμε το φαρμάκι γκρόγκα και μ’ αυτό «δέναμε» κλαδιά και ζυμώναμε ψωμί. Στα Κύθηρα μας ακολούθησε ο ίδιος σκορπιός -αν και οι σκορπιοί δεν αλλάζουν τόπο και κρύπτη ως να πεθάνουν. Χάναμε λίγο λίγο την αφή σε κείνο το σημείο των αστραγάλων. Δεν αποφασίζαμε πάντως να τον σκοτώσουμε. Όταν διαπιστώσαμε πως ήταν θηλυκός και είχε καταπιεί τα ταίρια του, τον ονομάσαμε Πενθεσίλεια. Άλλωστε δεν ζούσαμε ακόμη σε ισημερινές περιοχές και το αγκάθι στην άκρη της ουράς του δεν μπορούσε να μας κάνει κακό. Ξημερώνονταν μαζί μας στις αμμουδιές μακριά από παγωμένα πρόσωπα και περιμάζευε πεσμένα αστέρια. Τα μέτραγε, κάνοντας λογαριασμούς με το θάνατο. Γιατί όταν λείψουν τ’ αστέρια, γεμίζουν τα σαρκία πληγές, αγριεύεται το διάστημα. Μέσα σ’ όλα αυτά, γράφαμε κι εμείς νήπια ποιήματα και ζημιογόνα.
Το αίμα αναπηδά κάθε Πεντηκοστή. Αλλά κάποτε θα μου στεγνώσει ο καρπός, θα μου ξεραθεί η χαρά. Θα ξαστοχήσω υπογράφοντας για εκστρατείες και αντίδοτα και στον πολύ Νότο θα σιγοσβήνει κι ο ουρανός αποστηθίζοντας αιρετικά λόγια.