Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Bαλάντης Boρδός




Ο λόρδος Byron στους αγρούς

πνιγμένος σ' ένα κατάξερο
λιβάδι με αγριόχορτα
κανείς δεν αναρωτήθηκε
τι γυρεύει
πώς ήρθε
μια σάρκα πλασμένη
από χαμό
τόσο μακριά
απ' το Λονδίνο
τα χέρια του μόνο
τυλιγμένα σφιχτά
γύρω απ' την αρχαία
κολώνα
και στ' ανοιχτό του στόμα
μια σαύρα γυρισμένη
ανάποδα
έξυνε την κοιλιά της
στον ήλιο
*


Ένα δέντρο πού όλο άνθιζε
απ' την τέφρα του
αυτός ο άνθρωπος

είχε το περπάτημα του κύκνου
στο νερό το βλέμμα του
εκείνο το χειμώνα
που χωρίς μάτια δάκρυζε
το ηλιοβασίλεμα
στις δροσερές του φλέβες

δυο χέρια που κρατούσαν κραυγές
και την σιωπή
των τοίχων
και τους τελευταίους τοίχους όρθιους

άφησε στη μέση κάτι
ερειπωμένους δρόμους
γιατί οι σκιές γεράσανε και δεν αντέχουν
να σέρνουν πίσω τους
δυο κουρασμένα πόδια

ήξερε καλά πως ο κόσμος
αναπάντεχα καταρρέει
με μια κραυγή κι ένα λυγμό
μ' ένα πάταγο κι ένα χαμόγελο
αιμάτινο λουτρό
και μια οργισμένη αντίδραση
μ' έναν ειρωνικό παροξυσμό
μια στριμωγμένη κατάφαση
και ένα ντελίριο

μ' ένα χάδι κι ένα όπλο
να εκπυρσοκροτεί
μαύρα σκυλιά στις φλέβες
και έναν
ηλίθιο
έναν δαιμονισμένο
ένα έγκλημα και μια τιμωρία
για μια αθωότητα κλεισμένη
στα χειρουργεία χωρίς αναισθητικό

με μια βρώμικη τράπουλα
σ' ένα πόκερ απ 'την κόλαση
πόνταρες και τα τελευταία
σου ρούβλια Φιοντόρ
τα χέρια σου τρέχανε σαν αρουραίοι
στο χαρτί

και το δωμάτιο
οι δρόμοι
η γυναίκα εκείνη
όλη σου η μικρότητα
κι όλο το μεγαλείο
διπλωμένα χειρόγραφα
για μερικές πεντάρες

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
άραγε
θα ξαναγεννηθεί ο κόσμος
απ τις στάχτες του;
τι θα πούμε στα παιδιά
που δεν γεννήθηκαν ακόμη;
εμείς οι τυφλωμένοι
δεν θα μπορέσουμε το φως να αντέξουμε
αλλά τα παιδιά τα πουλιά
και τα δέντρα
πώς θα τα πείσουμε
πως ακόμη ο κόσμος είναι
το ιδανικό μέρος να ζει κανείς;


φιλμ νουάρ

Απόψε σ΄ ένα καταγώγιο
κάτι σε φιλμ νουάρ σκηνικό
ανάμεσα σε φιάλες ουίσκυ
και σε καπνούς
ο Ιησούς, ο Σιντάρτα
και ο διάβολος
μαζεμένοι σ' ένα ξενοδοχείο
τρίτης κατηγορίας
παίζουν στο πόκερ
τις ζωές των ανθρώπων
γυμνές γυναίκες τους γλείφουν
τα χέρια
καθώς
έξω στους δρόμους
φωτιές καίνε
τους οχετούς
ενός αμφιλεγόμενου κόσμου.

*


Σαββατόβραδο

ο κόσμος γέμιζε τους δρόμους
σαββατόβραδο
φώτα ξαφνιασμένα τρομαγμένες φάτσες
με υποψία χαμόγελου
πρεζόνια
πακιστανοί
κοριτσοπαρέες
μπάτσοι μαρσάρουν το πέος τους
και φεύγουν ουρλιάζοντας

μόνος στο μπαρ πίνοντας
ο Τραϊανός φάνηκε μια στιγμή
φύλακας ερειπίων μπρος στα μάτια μου
με μια κομμένη καραμπίνα
μοιράζοντας τριαντάφυλλα στους θαμώνες

εγώ αδιάφορος παρατηρούσα
με ένα χαμόγελο ηλιθίου τα δάχτυλά μου
έκανα πως κάτι έψαχνα στις τσέπες
του παλτού μου

με σημάδεψε στο κεφάλι
με το όπλο του
''γράψε ένα ποίημα μαλάκα
αλλιώς δεν την βγάζεις καθαρή αυτό το βράδυ''

έξω ο κόσμος γέμιζε τους δρόμους
μέσα κάποιος άδειαζε τα ποτήρια

το σαββατόβραδο άρχιζε συναρπαστικά.

*
Ανάμνηση.

Κάτω απ 'το τραπέζι
ένα έντομο πνιγμένο
μες στην ξεθυμασμένη γκαζόζα
ό,τι έμεινε να σου θυμίζει
ένα καλοκαίρι παλιό

έναν ήλιο που τον κομμάτιασαν
τα μυρμήγκια και τον κουβάλησαν
στην πλάτη τους
μια βροχή να λούζει τα μαλλιά σου
έναν αέρα δυνατό να κατρακυλά
τις σκάλες φεύγοντας
ένα αδιέξοδο
μερικά σπασμένα μπουκάλια στη βεράντα
ένα χαρτί και ένα μολύβι ξεχασμένα
σου θυμίζουν ένα καλοκαίρι παλιό

τώρα που η συγκεκριμένη σου μορφή
άρχισε να φθίνει σαν τη βροχή
που εξατμίζεται
κάτι επιμένει ακόμη να θυμίζει
ένα καλοκαίρι παλιό
ένα τοπίο σκονισμένο

*


Ενηλικίωση

Έβρεχε μες στα σβησμένα μάτια
τοπία καλοκαιρινά
χαμηλές πτήσεις πουλιών
πάνω απ' τη μαύρη σάρκα της θάλασσας
συνθήματα στους τοίχους που άξαφνα ζωντανεύουν
και περνάνε τις διασταυρώσεις με κόκκινο
σπάνε ό,τι βρουν μπροστά τους
καίνε βιάζουν λεηλατούν την τάξη σας

καθώς ο ουρανός σύρεται στο δωμάτιο αργά
και νυχτώνει στη μνήμη των δρόμων
που σ' έφεραν μέχρι εδώ σ' αυτό το ταξίδι
ένοικο στο λερό αυτό πανδοχείο των άστρων
χέρια ανθρώπων που σε άγγιξαν
χέρια ανθρώπων που άγγιξες
στα σκοτεινά
στη διάρκεια της μέρας όταν
βραδιάζει ξαφνικά κι όλα χάνονται
για να ξαναγυρίσουν
να πάρουν τη θέση τους στη μυστική συνομιλία των πραγμάτων
σ' ένα μουσείο σκιών σ' ένα παράξενο καλοκαίρι
που τα χρώματα ξέφτισαν
μ' ένα παγωτό που έλιωσε και σου ‘μεινε στο χέρι
το ξυλάκι και έκλαιγες

Ακόμη και άλλο να σου ‘παίρναν εσύ έκλαιγες
στ' άδεια σου χέρια σ' αγγίγματα ανθρώπων που έφυγαν
κι ύστερα μετά από χρόνια
να νιώθεις το χάδι τους κι ένα δάκρυ
καυτό δικό τους στο πρόσωπό σου.
















































*