Όταν με είπες Τιτάνια
όλοι κοιμόταν στη λίμνη
στο δάσος στο δέντρο
τ’ άνθη οι χυμοί τους
όντα εμείς αρειμάνια
στου ονείρου το κέντρο
Όταν με είπες Τιτάνια
μια ιστορία είχε αρχίσει
ερήμην μας
με ξωτικά δηλητήρια δράκους
μια ανέμη ανέλαβε
να ξετυλίξει τη μνήμη
τι ο Όμπερον άκουσε
Ξόρκια
Πέτρα με λένε οι άλλοι,
ίσως Μήδεια
Τέτοια ονόματα μου δίνουν
σαν ουρλιαχτά επικήδεια
κονιάκ
αποστάγματα οίνου
Με αλκοολική και πλέον ιθαγένεια
οι φθόγγοι μου πορίζονται απ’ τις δίνες
Και στην Αυλίδα εν ταύροις η Ιφιγένεια
Κανείς δεν έμεινε για τις Μυκήνες
Μη με φωνάζεις το λοιπόν Τιτάνια
Ούτε Ερμία ούτε Άρτεμη ή Φοίβη
Λιώνουν τα ονόματα αργά σε καζάνια
Ενώ στο βάθος στάχτη γίνεται η ήβη
Χορός
Μη με φωνάζεις με κανένα όνομα.
Δεν με βαφτίσανε.
Δεν έχω συγγράψει.
Δεν έχω συγγράψει.
Δεξιά μου η νέκυια κι ευώνυμα
τραύματα ερήμου
έχω συρράψει
Αν έχεις την ελάχιστη υπόνοια
πως από θάνατο παλιό σ’ έχω αναστήσει
λάθος πιστεύεις. Σε αρχαία αμόνια
η μοίρα μ’ έχει προ πολλού αναθηματίσει
Κι εσύ ακόμη φωνάζεις
Τιτάνια
τ’ όνειρο βρέφος
μας ξεγελάει
κοιτάζει ο Σαίξπηρ
στεγνή επιφάνεια
σκόνη και νέφος
Φενάκη τα ονόματα
στης νύχτας το θέρος
την τελευταία σκηνή
στην παράσταση
πάντα θα παίζει ο έρως.
κι αν η κατάρα πιάνει
τέτοιο κακό
να πάθει
όποιος στο πλάι μου
μ' αγάπη
δεν εστάθη