Ήμουν ένα παιδί του πάγου.
Έγινα γαλάζιο του ουρανού.
Τα δάκρυά μου έγιναν δυο γυάλινες χάντρες.
Το στόμα μου έγινε άκαμπτο σ’ ένα βουβό ουρλιαχτό.
Λένε ότι ήταν όνειρο
όμως εγώ θυμάμαι αυτήν τη σκλήρυνση.
Η αδερφή μου στα έξι της
είδε σε όνειρο νυχτερινό το θάνατό μου:
«Το μωρό έγινε πάγος.
Κάποιος την έβαλε στο ψυγείο
κι έγινε τόσο σκληρή όσο ένα παγωτό ξυλάκι».
Θυμάμαι την απαίσια μυρωδιά του λουκάνικου από συκώτι.
Πώς κάθισα πάνω σε μια πιατέλα και ξάπλωσα
ανάμεσα στη μαγιονέζα και το μπέικον.
Η τάξη του ψυγείου
είχε διασαλευτεί.
Το μπουκάλι με το γάλα σφύριζε σαν φίδι.
Οι ντομάτες ξέρναγαν τα σωθικά τους.
Το χαβιάρι έγινε λάβα.
Τα τυριά φιλιόντουσαν σαν του έρωτα θεοί.
Κινιόμουν σαν αστακός,
ολοένα και πιο αργά και πιο νωχελικά.
Ο αέρας ήταν ψιλός.
Ο αέρας δεν μου έκανε.
*
Ήμουν στο πάρτι των σκύλων.
Ήμουν το κόκαλό τους.
Είχα πέσει αναίσθητη στο σπιτάκι τους
σαν φρέσκια γαλοπούλα.
Αυτό ήταν τ’ όνειρο της αδερφής μου
όμως εγώ θυμάμαι αυτή τη διαίρεση στα τέσσερα∙
θυμάμαι τη μυρωδιά του κρεβατιού του πόνου
του πατώματος που ’ταν γεμάτο πριονίδια, τα ροζ μάτια,
τις ροζ γλώσσες και τα δόντια, εκείνα τα νύχια.
Μ’ έσυραν σαν τον Μωυσή
και μ’ έκρυψαν απ’ τα πόδια
δέκα μπουλ-τερριέ απ’ τη Βοστόνη,
δέκα άγριων ταύρων
που αναπηδούσαν σαν τεράστιες κατσαρίδες.
Στην αρχή είχα τριφτεί,
σκληρή σαν γυαλόχαρτο.
Έγινα πολύ καθαρή.
Μετά το χέρι μου έλειπε.
Κοβόμουν σε κομμάτια.
Μ’ αγαπούσαν μέχρι
να πεθάνω.
[Μτφρ. Δημήτρης Αθηνάκης – Ευτυχία Παναγιώτου]