Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

H Πnvελόπn συvαvτά τov Mπoυkόφσkι στn Νέα Iωviα





 

Mετρό, 08.35 το πρωί. Εγώ ξυπνημένη με ένα κακό όνειρο ακόμα στα χείλη. Απέναντί μου κυριούλης, τύπου “γιος ελληνίδας μαμάς”, δίπλα σε καθωσπρέπει κυρία με κομμωτηρί μαλλί και βαριεστημένη ρυτίδα στην άκρη του στόματος.
Κοιτάω θολωμένα έξω από το παράθυρο, μου αρέσει η ψιλή βροχή του Σεπτεμβρίου. Το μετρό σταματά στη Βικτώρια. Μπαίνει μια παρέα από νεαρές μουσουλμάνες, κάποιες φορούν μαντίλα. Δυο - τρεις έχουν χοντρά χρυσά δαχτυλίδια στα αφράτα χέρια τους. Γελούν κρύβοντας το στόμα με την παλάμη, ο δείκτης και ο μέσος αγκαλιάζουν τα πάνω χείλη, ο αντίχειρας κλείνει ερμητικά σα για να εμποδίσει την αποκάλυψη της αυθόρμητης χαράς. Την ίδια στιγμή το ηχηρό, κοριτσίστικο γέλιο τους καταργεί τη σεμνότητα της κίνησης, τα μάτια τους βγάζουν φωτιές. Ο κυριούλης απέναντί μου σηκώνει τα μάτια από την εφημερίδα. - Αγάπη μου, τι σημαίνει “βαυκαλίζομαι”; ρωτά την κυρία δεξιά του. - Ορίστε; ξαφνιάζεται η κυρία και η βαριεστημένη ρυτίδα της σα να παίρνει δυο δράμια μπότοξ και χάνεται για λίγο. - Τι σημαίνει “βαυκαλίζομαι”;
- Αυτό που μου συμβαίνει μαζί σου, απαντά πικρόχολα αυτή κοιτώντας από το παράθυρο το εχθρικό αστικό τοπίο.
“Αυτό που μου συμβαίνει μαζί σου”, συνοφρυώνεται, εμφανώς μπερδεμένος, αυτός. “Μα δεν βγαίνει νόημα”, μονολογεί κοιτάζοντας την εφημερίδα του. “Εδώ δεν έχουμε χωρίσει εμείς… Τίποτα δεν βγάζει νόημα … καλέ μου”, μουρμουράει αυτή. Ο κύριος στρέφεται πάλι μάλλον απροβλημάτιστος στην εφημερίδα του. “Άραγε, αν χώριζαν, θα πελευθερωνόντουσαν;” σκέφτομαι. Η κυρία με κοιτάζει που παρακολουθώ τη στιχομυθία. “Καταλαβαίνετε τι περνάω, ε;” μου λέει συνωμοτικά. “Χμμμ”, της νεύω ερμαφρόδιτα.
“Βαυκαλίζομαι…”, μουρμουράει και κλείνει τα μάτια. “Κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Και τα μεσημέρια. Κι όταν κοιμάμαι…”
Ωραία, μόλις έχασα τη στάση μου. Το ραντεβού μου ήταν στο Floca στην πλατεία Βικτωρίας, το ίδιο ραντεβού κάθε Τρίτη και Πέμπτη πρωί. Τουλάχιστον τα τρία τελευταία χρόνια. Ο καλός μου θα με περίμενε. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη πρωί ο Νικόλας παρέδιδε μαθήματα στη δραματική σχολή του Φωτιάδη που ήταν δυο βήματα από το καφέ. Θα είχε ήδη παραγγείλει έναν μονό εσπρέσο και θα έστριβε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας περιμένοντας τον καφέ του. Κι εμένα. Θα φορούσε το ξεθωριασμένο πάλαι ποτέ μολυβί κασκόλ που του είχε πλέξει η ηπειρώτισσα γιαγιά του όταν ήταν ακόμη ο ασχημούλης, εσωστρεφής έφηβος. Σήμερα στην ατζέντα του είχε εκατοντάδες ονόματα σημαντικών ανθρώπων, αλλά ο ίδιος παρέμενε παράδοξα μοναχικός. Η θεατρική του ομάδα μετρούσε ήδη 66 επιτυχίες. Είχε γίνει γνωστός γιατί δημιούργησε ένα νέο είδος παραστάσεων, αντιθέατρο το ονόμασαν οι κριτικοί και τον αποθέωσαν. Τον είχα πρωτοδεί τότε, μια Τρίτη πρωί, να σαν τώρα. Θα του έπαιρνα συνέντευξη.
Όταν έφτανα στο γνωστό Flocα έστριβε το πρώτο του τσιγάρο. “Σας περίμενα”, μου είπε δείχνοντας το τσιγάρο του, “δεν μου αρέσει να καπνίζω μόνος”. Μιλούσαμε για ώρες. Ακύρωσε για μοναδική, όπως είπε, φορά το μάθημά του. “Οι μαθήτριές του θα απογοητεύονταν” είχα σκεφτεί τότε. Τις ζήλευα ήδη. Τη συνέντευξη που του πήρα δεν τη δημοσίευσα ποτέ. Αντί αυτής μου έδωσε έτοιμη μια δική του στο τέλος της συνάντησής μας. “Όσα είπαμε, ήταν λόγια καρδιάς” μου είχε πει.
“Δεν είναι για κατανάλωση εντύπων”.
Τον σκεφτόμουν όλη την εβδομάδα. Δεν ξέρω αν είναι όμορφος ο Νικόλας. Στα σαράντα πέντε του έμοιαζε με κάθε σαρανταπεντάρη που ήξερα. Νεάνιζε κάπως, αλλά τα χέρια του ήταν χέρια ανθρώπου που δεν αναρωτιέται πια για τα πάντα. Έχει ένα σημάδι στον καρπό του σαν μικρός ιππόκαμπος...
Την επόμενη Τρίτη πήγα πάλι στο καφέ. Χωρίς ραντεβού. Αυτή τη φορά τον περίμενα εγώ. Όταν έφτασε, στάθηκε μπροστά μου, με κοίταξε μόνο χωρίς να μιλά, έβγαλε το πακέτο με τον καπνό και άρχισε να στρίβει ράθυμα ένα τσιγάρο… έτσι ήταν αυτός.
- Θέλω να μου πεις πώς ήξερες ότι όσα θα λέγαμε θα ήταν προσωπικά, του είπα τότε σχεδόν θυμωμένα. Θέλω να μου εξηγήσεις πώς είχες ετοιμάσει από πριν τη συνέντευξη που μου έδωσες για την περιοδικό. - Πηνελόπη, Πηνελόπη, θες να γίνεις η Πηνελόπη μου; με είχε ρωτήσει γελώντας κοιτάζοντάς με όπως την προηγούμενη Τρίτη. - Αν δεν πρέπει να σε περιμένω 10 χρόνια… είχα πει. Τον περίμενα ήδη τρία. Τρία χρόνια κάθε Τρίτη και Πέμπτη, λίγο πριν ξεκινήσει το μάθημα στη σχολή, ο Νικόλας έπινε καφέ μαζί μου. Έρωτα κάναμε τις Κυριακές. Γενικά πάντως χανόταν από τον κόσμο. Η Ιθάκη του δεν ήμουν εγώ. Εγώ ανήκα στον κόσμο. Η Ιθάκη του ήταν η τέχνη του. “Βαυκαλίζομαι”, σκέφτηκα. Βαυκαλίζομαι σαν την κυρία με το κομμωτηρί μαλλί. Την κοίταξα πάλι, μιλούσε στο κινητό της. Τη χαιρέτησα με ένα νεύμα και κατέβηκα στην επόμενη στάση.
Το μαγνητοφωνημένο μήνυμα ακουγόταν από το μεγάφωνο του μετρό. «… επόμενος σταθμός, Νέα Ιωνία. Next station, Nea Ionia...». Ούτε ήξερα πού είναι η Ν. Ιωνία. Είχε βγει ο ήλιος. Ανέβηκα τις σκάλες, πάνω από τον σταθμό, στη γέφυρα, έχει ένα καφέ. Από κάτω περνούν τα τρένα του ηλεκτρικού. Στο βάθος φαίνονται οι γραμμές του τρένου και οι κορυφογραμμές από δυο τρεις ακακίες που πάνε να ακουμπήσουν τον ουρανό. Ένα τρένο ερχόταν πάλι. Διαφορετικά τρένα κάθε τρία λεπτά. Ολόιδια διαφορετικά τρένα κάθε τρία λεπτά. Φόρεσα τα γυαλιά μου, πάντα με ενοχλούσε ο ήλιος. Ο Νικόλας θα είχε καπνίσει το τσιγάρο του; Δεν κοίταξα καν το κινητό μου για κλήση του, δεν είχαμε ποτέ ανταλλάξει τηλέφωνα. Δεν είχαμε ποτέ κλείσει ραντεβού. Βλεπόμαστε πάντα σαν τυχαία. Στην αρχή ήταν ενδιαφέρον. Μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ δύο ενηλίκων, αυτό ακριβώς ήταν. Σικέ μυστήριο παρμένο από το παγκόσμιο σελιλόιντ... Απέναντί μου ένας νεαρός κουρεμένος emo, με κοιτάζει. Ξαφνιάζομαι όταν με φλερτάρουν μικρά αγόρια. Πάντα με κοιτούν κυρίως άντρες. Ο αρχισυντάκτης μου, ο Αντρέας, έλεγε πως έχω πρόβλημα με το αντρικό πρότυπο πράγμα, που νομοτελειακά μας οδηγεί στον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς είχε παντρευτεί τη μαμά μου όταν αυτή ήταν ήδη σαράντα και ο ίδιος είκοσι εφτά. Σήμερα, 28 χρόνια μετά, ο μπαμπάς παρέμενε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά κι η μαμά μου για την ηλικία της δεν τα πήγαινε κι άσχημα. Πολύ ζωντανή γυναίκα. Δεν πήραν διαζύγιο ποτέ. Ούτε αισθάνθηκα ποτέ ότι εγώ ήμουν ο βασικός λόγος για αυτή τους την επιλογή. Με τα χρόνια διευθέτησαν αναίμακτα την απόσταση που άρχισε βαθμιαία να μεγεθύνει. Διαφορετικά διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία, φιλικές συζητήσεις στο λίβινγκ ρουμ του ενός ή του άλλου, τηλέφωνο πριν από κάθε επίσκεψη, οι εκπλήξεις απαγορεύονταν. Ο σερβιτόρος στέκει για την παραγγελία του. Περιμένω να σταματήσει το τρένο κάτω από τη γέφυρα, το μαγνητοφωνημένο μήνυμα ακούγεται από το μεγάφωνο του σταθμού, “ Δεν με λένε Πηνελόπη”, μονολογώ. “Ορίστε; ”ρωτά απορημένος ο σερβιτόρος. ”Έναν μονό εσπρέσο παρακαλώ”, είπα στρίβοντας το τέταρτο τσιγάρο της ημέρας.
Δεν ξέρω καν αν ξέρει το πραγματικό μου όνομα, σκέφτομαι. Στη στήλη που διατηρώ στο περιοδικό χρησιμοποιώ το username μου: Penelope@otenet.gr. Πάντα με φωνάζει “Πηνελόπη”, δεν με ρώτησε ποτέ το πραγματικό μου όνομα. Δεν έχω τολμήσει να σπάσω τη σιωπηλή συμφωνία...
Κάθε Κυριακή πρωί χτυπώ την πόρτα του διαμερίσματός του στην Μετσόβου, μαζί περνούμε όλη την ημέρα. Διαβάζουμε εφημερίδες, πίνουμε καφέδες (έχουμε κι οι δύο εξάρτηση από τον εσπρέσο), κάνουμε έρωτα. Κάθε Κυριακή βράδυ κοιμάμαι σπίτι μου. Όπως άλλωστε κάθε βράδυ. Γράφω για το περιοδικό και περιμένω. Κάποιες φορές βρίσκω τρόπους να του στείλω από τη στήλη μου έμμεσα ένα κρυφό μήνυμα. Μια κωδικοποιημένη λέξη, κάτι που είχαμε αναφέρει την προηγούμενη Τρίτη. Ή την προηγούμενη Πέμπτη. Μετά ψάχνω με αγωνία τα mail μου. Από την ημέρα που τον είχα γνωρίσει λάμβανα συχνά μηνύματα από έναν Odysseus με μικρά ενδεικτικά μηνύματα πως με είχε διαβάσει. Είμαι σίγουρη πως είναι αυτός. Μια φορά τον είπα Οδυσσέα και γέλασε. Κάπως παγωμένα ωστόσο, σα να καταπιέστηκε. Την ίδια μέρα στο e-mail μου βρήκα στίχους από ένα ποίημα του Bukowski: «… βγαίνω από το ντους/ πηγαίνω στο κρεβάτι και ξαπλώνω βρεγμένος/ σηκώνω το τηλέφωνο/ σχηματίζω έναν αριθμό/ ”πού είσαι;” με ρωτάει/ “όταν αρχίζεις τα προσωπικά γίνεσαι καταπιεστική” της λέω/ το κλείνω, βρίσκω ένα κουτί σπίρτα στο τασάκι/ μου λέει πως βρίσκομαι κοντά στις παραλίες/ και 4 ΜΙΛΙΑ ΝΟΤΙΩΣ ΤΟΥ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ/ θα μπορούσα να πετάξω για Περού/ θα μπορούσα να πετάξω για Κίνα». Μάλιστα! Ο Οδυσσέας – Νικόλας μας θύμωσε με την αποκάλυψη. Κλείνεται πάλι στο καβούκι του. Αυτός θα μπορούσε να πετάξει για Περού ή για Κίνα, αλλά εγώ Πηνελόπη. Μόνο που η Πηνελόπη μια χαρά περνούσε στην Ιθάκη που της είχε αφήσει προίκα ο καλός της για να ξεχνιέται μέχρι αυτός να ξεστραβωθεί να γυρίσει. Και είχε και τους μνηστήρες να την φλερτάρουν και έτσι να τρέφουν τη γυναικεία της ματαιοδοξία μη μαραθεί. Και τον γιο της μεγάλωνε και η καλύτερη του χωριού ήταν, τύχη ζηλευτή. Ενώ εγώ η Πηνελόπη - μαϊμού τρέχω από πάρτι σε πάρτι μόνη και προγκάω τους μνηστήρες … η ανόητη . Μέχρι και το νεαρό που είχε καρφωμένα τα μάτια του πάνω μου αγριοκοίταξα. Να, μιλάει τώρα στο κινητό του, κάπως δυνατά για τα γούστα μου…
“Ναι, σου λέω, δεν την έχασα από τα …, ναι εντελώς. Ούτε στο κινητό δεν μίλησε. Είναι σάικο σου λέω… Με θύμωνε η εξάρτηση που είχα από τον Νικόλα… πονούσε το στομάχι μου. Κι αυτή η άγνωστη στο μετρό… ιεροφάντης που φέρνει μήνυμα από τους θεούς. Βαυκαλίζομαι… Κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Και τα μεσημέρια. Κι όταν κοιμάμαι… Κι όταν είμαι μαζί του και προσποιούμαι πως συνεχίζει να μου αρέσει το παιχνιδάκι μας. Κι όταν είμαι μακριά του και ψάχνω λόγους να δικαιολογήσω τη συνέχιση της σχέσης μας. Βαυκαλίζομαι πως η σχέση μου είναι κανονική. Έπαιζα αυτό το παιχνίδι με τον εαυτόν μου, όταν ξεκινούσε μία πρόταση, μάντευα το τέλος της φράσης του. Τελευταία όλο και πιο συχνά έπεφτα μέσα στις προβλέψεις μου. Προβλέψιμος τελικά, σκεφτόμουν τότε. Όμως πάλι, κάθε φορά που έλεγα πως θα σπάσω το εθιμοτυπικό, πώς να, αυτή την Τρίτη δεν θα πάω, ένας κόμπος έσφιγγε το στομάχι μου. Όπως τώρα. “Tο λογαριασμό, παρακαλώ”. Φοράω πάλι τα γυαλιά μου, αυτός ο ήλιος τόσο σύντομα μετά από βροχή είναι σα ψεύτικος. Χτυπά το τηλέφωνο. Το κοιτάζω απορημένη. Λες; Μπά, ο Αντρέας είναι, ο αρχισυντάκτης μου. Σκατά, τι θέλει τέτοια ώρα; Το έχω ξεκαθαρίσει, κάθε Τρίτη και Πέμπτη πρωί δεν υπάρχω για κανέναν. “Και τι ακριβώς κάνεις τα συγκεκριμένα πρωινά;” με είχε ρωτήσει όταν του το είχα πει πρώτη φορά. “Πίνω καφέ”, του είχα απαντήσει γελαστά τότε, σα να του λεγα ψέματα. Ενώ ήταν τόσο αλήθεια… Τι να θέλει; Αει στο καλό θα το σηκώσω. Άλλωστε τίποτα δεν είναι σωστό σήμερα... Το κλεισε. Είναι και βιαστικός το πουλάκι μου.
Απέναντί μου ο νεαρός μιλά πάλι στο κινητό του. Αυτά τα πιτσιρίκια, το κινητό το έχουν κάνει σκουλαρίκι. Ουπς, έρχεται προς το μέρος μου. “Η κυρία Ζησιμάτου;” με ρωτά. Δεν είναι δυνατόν, ονειρεύομαι. Τον κοιτάζω απορημένη. “Η κυρία Άννα Ζησιμάτου;” με ξαναρωτά. Νομίζω πως έκανα ένα επιβεβαιωτικό νεύμα. “Σας ζητούν στο τηλέφωνο.” Παίρνω το τηλέφωνο στο χέρι μου, χαμένη. Τίποτα δεν είναι σωστό σήμερα, σκέφτομαι.
- Παρακαλώ;
- Άννα;
- Ποιος είναι;
- Άννα, ο Αντρέας είμαι.
- Ποιος;
- Έλα κορίτσι μου, μην ταράζεσαι, ο Αντρέας, από το περιοδικό.
- Αντρέα; Τι συμβαίνει; Τι γίνεται εδώ;
- Άννα, συγνώμη που γίνεται με αυτόν τον τρόπο, σε πήρα και πριν, αλλά δεν μου το σήκωσες.
- Δεν… δεν το πρόλαβα.
- Σε παρακαλώ Άννα, μη με διακόπτεις. Είναι ήδη αρκετά δύσκολο από μόνο του. Το πιο πιθανό είναι να το μετανιώσω αύριο, αλλά δεν άντεχα άλλο αυτή την κωμωδία.
- Ποια κωμωδία, Αντρέα, τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Και αυτός ο νεαρός… πως ήξερες… ποιος είναι;
Ακούω τη βαριά του ανάσα.
- Σε παρακαλώ Άννα, άσε με να σου εξηγήσω. Είμαι ο Οδησσός.
- Και εγώ η Καλαμάτα. Τι λες Αντρέα;
- Σε παρακαλώ Αννούλα, μην το κάνεις πιο δύσκολο... Penelope – Odissos. Εσύ είσαι η “Πηνελόπη”. Κι εγώ ο “Οδησσός”. Είμαι σίγουρος ότι το έχεις καταλάβει, από τότε που σου χάρισα την τελευταία συλλογή από ποιήματα του Bukowski, το «Να Περιφέρεσαι Στην Τρέλα». Το ίδιο βράδυ σού στειλα, ένα μήνυμα στο e- mail σου. - Κάτσε, κάτσε, γιατί μέχρι στιγμής, εγώ νιώθω να περιφέρομαι στην τρέλα. Ποιος OΟδησσός; Το μήνυμα που δέχτηκα ήταν από έναν Odysseus, ούρλιαξα. O d y ss e u s, όπως λέμε Οδυσσέας, αλλά στα αγγλικά.
- Καλά δεν έχει σημασία, η ουσία δεν αλλάζει. Το συνθηματικό το διάλεξα, γιατί μάλλον απ την αρχή ήθελα να καταλάβεις ότι είμαι εγώ. Βλέπεις νόμιζα πως θα θυμόσουν. Η καταγωγή μου είναι από την Οδησσό. Θυμάσαι; Όταν δουλέψαμε βραδινή βάρδια για πρώτη φορά μαζί… τη μοναδική που είχαμε συναντηθεί βράδυ. Είχαμε έρθει τόσο κοντά εκείνο το βράδυ…
Θεέ μου, θυμήθηκε. Εκείνο το βράδυ είχε αυτή την άβολη αίσθηση, πως ο αρχισυντάκτης της ξεπερνούσε τα όρια. Έμοιαζε σα … σα να τη φλερτάρει. Θεέ μου, τη φλέρταρε. Τι εννοούσε τώρα, πως αυτά τα τρία χρόνια δεν της έστελνε μηνύματα ο Οδυσσέας της, αυτή δεν ήταν η Πηνελόπη, δεν υπήρχε καμία Πηνελόπη δεν υπήρχε κανένας Οδυσσέας, μόνο μια Οδησσός, χαμένη κάπου στη Ρωσία και μια παρεξήγηση, όλα ήταν μια ανόητη παρεξήγηση. Ούτε Ιθάκη, ούτε ταξίδι, τίποτα. Ένα πήδημα μόνο κάθε Κυριακή με έναν αποστειρωμένο, ανθρωποφοβικό Νικόλα, και δυο σκέτοι καφέδες την εβδομάδα. Σαν προαποφασισμένο ιατρικό τσεκ απ. Ραντεβού την άλλη εβδομάδα. Κι αυτός ο άγγελος κακών ειδήσεων ακόμα μιλάει στο τηλέφωνο … “…καταλαβαίνω ότι σου έπεσαν κάπως μαζεμένα, αλλά δεν άντεχα άλλο αυτό το κρυφτούλι με τα mail, ζήτησα απ τον Tζίμη να σε παρακολουθήσει, με συγχωρείς για αυτό, έτσι δεν είναι; Όμως δεν συμβαίνει τίποτα από ότι φοβόμουν. Ο Tζίμης με διαβεβαίωσε πως όλα είναι όπως μου τά λεγες. Απλά πίνεις καφέ… μόνη σου κι εγώ ο ανόητος που φοβόμουν…”.
Αυτός ο παρανοϊκός είχε βάλει να με παρακολουθούν; Με έβλεπε κάθε μέρα στο γραφείο και περίμενε να του πω μια λέξη αναγνώρισης, θεέ μου, κι εγώ δεν του την έλεγα ποτέ… Τρία χρόνια… τρία χρόνια εγώ μιλούσα με τον Νικόλα και μου απαντούσε ο Αντρέας, κι εγώ η ανόητη… Μια παρεξήγηση. Και σήμερα είχαμε επέτειο. Κι εγώ δεν πήγα. Ποια επέτειο να γιορτάσω, την επέτειο της τύφλωσης; Ο Νικόλας ανθρωποφοβικός καλλιτέχνης κι εγώ μόνη. Όλο το σελιλλόιντ του κόσμου γύρευε να με πνίξει...
- Είσαι ο Τζίμης; ρώτησα το νεαρό που περίμενε δίπλα μου ήσυχα. - Μάλιστα, είπε ο νεαρός φυσώντας τη φράντζα του για βλέπει. - Πες του αφεντικού σου να πάει να γαμηθεί, του είπα πετώντας το τηλέφωνο στο τραπέζι. “Και πλήρωσε και τον καφέ μου”, του φώναξα κατεβαίνοντας τη σκάλα του σταθμού.
Νιώθω να πνίγομαι… Τα τρένα συνεχίζουν να ρχονται... Διαφορετικά τρένα κάθε τρία λεπτά. Ολόιδια διαφορετικά τρένα κάθε τρία λεπτά... Σκατά! Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. “Ποιος είναι;” φωνάζω τονίζοντας το “ποιος”.
- Άννα; Ο Νικόλας είμαι.
- Νικόλα; “Μα πώς …” σκέφτομαι, “τίποτα δεν είναι σωστό σήμερα”.
- Άννα, το ξέρω πως θα σου φανεί μικροαστικό, αλλά όλα έχουν σημασία.
- Τι έχει σημασία, Νικόλα, πώς ξέρεις το τηλέφωνό μου;
- Σήμερα έχω πρεμιέρα, το καινούργιο μου έργο. Ο θεατρώνης ωρυόταν πως δεν είναι η σωστή ημερομηνία μες στη μέση της εβδομάδας, αλλά εγώ επέμενα, ήθελα η πρεμιέρα μου να είναι Τρίτη. Βλέπεις, σα σήμερα γνωριστήκαμε κι ήθελα να σου πω όσα δεν μου επέτρεπες να πω με λόγια όλο αυτόν τον καιρό.
- Δεν σου επέτρεπα… τι εννοείς;
-Άννα βαρέθηκα. Μου τελείωσε. Όλο αυτό το παραμυθάκι μπορεί να ταιριάζει στη ζωή σου, δεν ξέρω, δεν με ενδιαφέρει πια. Κουράστηκα να με ενδιαφέρει. Προφανώς εσένα σου αρκεί ένας καφές, ένα πήδημα, σαν αστείο. Το σκέφτηκα πολύ. Εσύ έχεις ίσως συνηθίσει. Οι γονείς σου μένουν σε διαφορετικά διαμερίσματα και είναι έτσι, λες, μια χαρά. Κάθε φορά που το λες, ξέρω πως μου δηλώνεις τα όριά μου. Όμως δεν αντέχω τα όρια, κοριτσάκι μου, είμαι πολύ μεγάλος πια γι αυτά τα παιχνιδάκια. Θεέ μου, πολλές αποκαλύψεις μαζί, δεν τα προλαβαίνω, σκέψου, σκέψου, πες κάτι.
- Πώς ξέρεις το όνομά μου; τον ρωτώ.
- Έλεος, Άννα. Ήσουν η γυναίκα μου, φωνάζει τώρα ο Νικόλας. Η γυναίκα μου καταλαβαίνεις;
Καταλάβαινα τον Παρατατικό. Παρατατικός… χρόνος εξακολουθητικός, που αφορά το παρελθόν.
- Όσο σε περίμενα σήμερα κατάλαβα το προφανές. Δεν θέλω να έρθεις στην πρεμιέρα μου. Το έργο μου είναι αφιερωμένο σε μας. Σ αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε.
“Θα μπορούσαμε”, έγκλιση δυνητική που αφορά το απραγματοποίητο. “Θα μπορούσαμε, αν ..., αλλά δεν μπορούμε” . Ο Νικόλας έχει πάρει την απόφασή του. Χρόνος συντελεσμένος.

Φοράω πάλι τα γυαλιά μου, αυτός ο ήλιος τόσο σύντομα μετά από βροχή είναι σα ψεύτικος.


Ελένη Γιαννοπούλου