Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Παλιoσiδεpα





















Βούλιαξε μέσα στη γυάλα.
Τι; Tίποτα.
Έχουμε αφήσει κάποια πόρτα ανοιχτή.
Βγες.
Κάθε φορά που αναπνέει σκίζονται
τα σπλάχνα του.
Γιατί τρέχουμε;
Κάτι έκτακτο.
Η ζωή μάς δωροδόκησε με στίχους.
Το ένα λάθος πίσω από το άλλο.
Μας κορόιδεψε.
Τσιμπήσαμε. Μασήσαμε.
Όπως θες πες το.
Έτσι λες και για τα τραύματα.
Για το ένα έπεσες από το ποδήλατο.
Για το άλλο έκλεισε το δάχτυλό σου
η πόρτα.
Για το βαθύτερο πως ήταν της μάνας σου.
Τι; Τίποτα.
Θα πάρω το μυστικό στην τεφροδόχο μου.
Κι είχε έναν τρόπο να διαγράφει
ό, τι κακό συνέβαινε.
Μια κίνηση με το χέρι ένα φουου
με το στόμα και ήταν σαν να μην
είχαν συμβεί ποτέ.
Τώρα κλειδαμπάρωσε και κυκλοφορεί
με σίδερο.
Δεν μου φαίνεται επικίνδυνος.
Έπρεπε να του το είχα πει νωρίτερα πως ό, τι είχε
αγαπήσει ό,τι ονειρεύτηκε θα χανόταν.
Τι; Τίποτα.
Θέλω ν’ αδειάσει το δωμάτιο.
Μάζεψέ τα.
Δεν πεινάω. Δεν μπορώ να τα ξαναπώ.
Πώς νομίζει ότι νιώθω;
Ένα φουου δεν μπορούσε;
Να φύγεις σε παρακαλώ.
Πήρε εργολαβία τις απώλειες
Δεν είναι μονάχα δικός του ο πόνος.
Σου είπα δεν θέλω να φάω.
Παπούτσια ήταν δεν ήταν τα πόδια μου.
Όσοι έχουμε σκοτώσει αναγνωριζόμαστε
στο βλέμμα.
Να δες. Οι κρυμμένοι είναι χειρότεροι.
Θα μάθεις αργά πολύ αργά πως από πάντα
βαδίζω ξυπόλητη.
Τι; Tίποτα. Παλιοσίδερα.