Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012







 Είμαστε απόγονοι κλασικιστών. Ξέχασέ τα όλα.
Τώρα που αστράφτουν τα μάτια σου ησυχάζω.
Δεν έχω ερωτήσεις. Θα σου μιλήσω
για τον Μισίμα και τον Καβαμπάτα
κι ύστερα ήρεμη θ’ ασπαστώ το βουδισμό.


Μισοαποφασισμένα, περίπου διορθωτικά
λιβανισμένες συρτές γραμμές
κι από πάνω ως κάτω
ένα σκίσιμο στο ποίημα
ένα σκίσιμο στο κοράνι
ένα σκίσιμο στις Βέδες
ένα σκίσιμο και στα μάτια σου
(τα μάτια σου εκείνα μόνο
κάτω από το δέντρο)
Σπεύδει δύστυχο στις αναρίθμητες αφίξεις
ως το τέλος του.


Κι οι δρόμοι της Αθήνας και οι άλλοι οι επαρχιακοί λένε.
Και οι τηλεφωνικοί θάλαμοι και τα τρόλεϊ και τα γιωταχί
τα τρένα λένε. Δολοφόνε μου.


Με αποκτηνωμένες διαδρομές θα πουν κι οι γκρεμοί
και οι βωμοί, το παγκάκι, ο σταυρός, πότε κύλισες από κει
στην άσφαλτο, θα πουντιάσεις.
Θα λένε κι η κωπηλασία ως την Κολχίδα οι έκλυτοι
ολοφυρόμενοι σπασμοί ο αμόλυντος πυρετός.
Αλλά δεν έχουν μόνο αυτά να πουν.


Δέσμιοι ώσπου να μας συνθλίψει ένας διακόπτης.
Αλλά όχι τίποτα. Αφήνω να λένε.
Γιατί είμαι απόγονος κλασικιστών.


Σαν καλός πρόσκοπος θα αντέξω
την παρωχημένη νοσταλγία
Με το αδίστακτο ακουστικό
να χλευάζει τη μετριότητα
στο μέτριο σκοτάδι.
Υπομένω.
Με ναυτικούς κόμπους
δένω τα πάντα ακόμη και
το στομάχι μου.