Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Aντώνης Aντωνάκος, δύο ποιήματα και ένα ερώτημα


Φόλα

Τι θα γίνει αν αύριο, ανακαλύψουν
πως ήμουν αδιόρθωτα καυλωμένος
κι αθώος. Χωμάτινος και υπεργήινος,
ύλη και πνεύμα, σκιά και φως. Σχεδόν
πρόστυχος. Τόσο λαμπρός σα νεαρός
γύφτος. Τι θα γίνει αν μου σηκωθεί
καθώς θα μου παίρνει συνέντευξη
η Βίκυ Φλέσσα του μέλλοντος!
Αν μου τρέξουν τα σάλια στο πρώτο
τυχαίο μουνί. Αν μου σκάψουν τα
ποιήματα, ρίχνοντας ολόγυρα
την κοπριά της ερμηνείας. Τι θα γίνει αν
νιώσουν, πόση γενναιότητα χρειάστηκε
για να το βάλω στα πόδια. Να κρυφτώ
στα πηγάδια αγκαλιά με σκοτωμένους.
Στα στήθια της μάνας μου να τρυπώσω
βρέφος, βυζαίνοντας μέλλον!
Τι θα γίνει αν καταλάβουν πως πίσω
από κάθε πετυχημένο μου ποίημα
βρίσκεται μια ξεσχισμένη καρδιά
ένα μελόδραμα κιτς, μια φόλα!
Ω αδελφοί εν δυστυχία
κοινωνοί της κοινής κακής μας τύχης
ποιήματα έγραψα πολλά
κι επικίνδυνες έκανα σκέψεις
κι έθαψα τις βαθιές μου επιθυμίες
όσο βαθύτερα γίνεται.
Αποταμιεύοντας αμαρτίες
για τα γεράματα
και τα δυσώδη γραπτά.



Ουρανού και γης

Σε πήρα παραμάζωμα, εγώ ο δογματικός.
Κι εσύ, τους οφθαλμούς μου εξόρυξες, τους
όρχεις μου. Ρουφήχτρα εσύ
που μου συστήθηκες
ποιήτρια ουρανού και γης
ξέρω το νύχι σου σε τι μελάνι το βουτάς
και γράφεις ποιήματα στη σάρκα μου.
Τι ένδοξα εκπορθείς κάθε φορά το σπέρμα μου
με κείνο το παιχνίδισμα της γλώσσας.
Τι μουσικούλες έκπτωτες αφήνεις στο στερέωμα γυμνές
απ’ τα πεντάγραμμά σου!


Ποίηση ή όχι;

Είναι χρήσιμη η ποίηση ή όχι; μπορεί να ζει κάποιος χωρίς αυτήν; σπουδαία ερωτήματα από εχέφρονες κλειστοφοβικούς που εκκολάπτουν όνειρα σε γραφεία. Σε σφαγεία. Σε χώρους αναψύξεως της απελπισίας, που άφησε πατημασιές στον ποιητάκο του μεσαίου χώρου. Μα διάβολε, στη Σομαλία χρειάζονται νερό και ψωμί και φάρμακα. Είναι φαρμακωμένοι. Για να γράφουμε ποίηση εμείς, οι εκατοντάδες σπόροι, οι σπρωγμένοι στα σπλάχνα της ευδαιμονίας. Οι πατικωμένοι στις γαστέρες του πλαστού ελεύθερου κόσμου. Ανθρωπιστές, ευαγγελικοί, μεταφυσικοί, για την αγάπη τον έρωτα την ελευθερία. Νομπελίστες που μαστουρώνουν με μέντα και λουΐζα, επιδεικνύοντας μια τραμπούκικη αυτάρκεια. Λόγια και λογάκια και ηλιοβασιλέματα και λατέρνες. Τι ακριβές ευλογίες! Και φανταράκια στους Βαρδάρηδες της δυστυχίας που ψάχνουν κώλους για να βγάλουν λεφτά. Στο βάθος είναι λύσσα και πράσινη πικρή χολή. Είναι μαγγανοπήγαδο που γέμισε αρμυρούς αφρούς. Ρε κερατά εσύ, που λες ψέματα και γλείφεις πληγές δήθεν, που όλο ευλογείς τα γένια σου κι αναρχίζεις και φυλλοροείς και τα γράφεις όλα βιωματικά, όλο ψιψίνες και επιφοίτηση, και γελάς σαν φαφούτης, αυθόρμητε, που κοπανιέσαι απαγγέλλοντας γαργαριστές μαλακίες, εσύ λαδώνεις τη μηχανή. Κάθε μικρό μαλακισμένο γρανάζι του κοινωνικού γίγνεσθαι. Εσύ γλείφεις κάθε τερατώδη αφήγηση του πλούτου. Κάθε κόκκαλο ματαιοδοξίας που σού πετά ο προαγωγός σου. Ο μαικήνας σου. Πότε ξόανο του φεντεραλιστή και πότε μασκαράς του φασίστα. Πλασάρεσαι ως ανεξάρτητος μα είσαι το κλαδευτήρι των οικονομολόγων. Σου λεν, εσύ μωρό μου την τέχνη σου, στ’ αρχίδια σου το γενικό συμφέρον, εσύ είσαι ιδιοφυία, γάμα την πλέμπα, ούτε έλεος, ούτε εμπιστοσύνη στα κουνάβια. Θα σου δώσουμε σύνταξη αναγνώριση βραβεία. Θα σου φορέσουμε τη βρακοζώνα της ακαδημίας δόξα με το τσουβάλι, χαμογελαστά πουτανάκια που θα σου παίρνουν συνέντευξη για το έργο σου, το πόσο πόνεσες, πόσα καλτσόν ξέσχισες στα βάτα, να σε καμαρώνει κι η μανούλα στον κάτω κόσμο που τελικά κατάφερες κι έγινες σπουδαίος πολύ, φωτογραφημένος, μακιγιαρισμένος σαν αποκριάτικη κολοκύθα.