Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Χιονάτη, Καληνύχτα










 
[...]
Βρίσκομαι στην Αθήνα και σου γράφω αυτό το γράμμα. Είσαι πάλι μακριά μου. Στην Αθήνα όλοι είναι μακριά απ' όλους. Ακόμα κι από τον εαυτό τους. Δεν πρόλαβε ν' ανοίξει η άνοιξη και χτύπησε αλύπητα το καλοκαίρι. 37 C υπό σκιά, και στα Χαυτεία το καλοκαίρι είναι λιοντάρι πεινασμένο. Για να μη σε φάει, θα το ταϊζω θαύματα.
Τη νύχτα, στις πολυκατοικίες, αφήνουν ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες. Οι τοίχοι είναι λερωμένοι από το φως της τηλεόρασης, και, όπως περνάω από κάτω, τους ακούω να τρίβονται στους καναπέδες όπως οι κατσαρίδες πάνω στην εφημερίδα.
Βγαίνω νυχτερινές βόλτες παρέα με τους σκύλους για να πάρω αέρα και παριστάνω το αδέσποτο. Τα μάτια σου όμως τα έχω πάντα μαζί μου, κυκλοφορώ με 4 μάτια, και τα φυλάω καλά.
Κι απόψε μου λείπεις, αλλά βέβαια θα μου πεις, αυτό το ξέραμε από την αρχή και προσαρμόσαμε την επιθυμία μας στην αναμονή.
Λίγο έξω από τα Τέμπη ο νταλικέρης βρήκε λαϊκά στο ραδιόφωνο. Μέχρι εκεί μιλούσε ακατάπαυστα. Μου διηγήθηκε όλη του τη ζωή. Η ζωή του όλη είναι ένα ρολόι και μια εξάτμιση. Ακούγεται εισαγωγή απ'το Τρελή κι Αδέσποτη-πού το θυμήθηκε?- κι ανοίξαμε τέρμα τα παράθυρα.
Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά. Στων τρελών την ολόμαυρη ράχη.
Τα χιλιόμετρα φεύγουν μαζί με τα τραγούδια. Έξω από τη Θεσσαλονίκη φυσάει δυνατά, όπως πάντα. Όμως εγώ επιμένω κι έρχομαι. Χαράματα μπαίνουμε στην Καβάλα. Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη.
[...]
Το ξέρεις, όλα πλέον έχουν μια ημερομηνία λήξης, όπως τα γιαούρτια. Όμως εγώ πιστεύω. Αν δεν πιστέψω σε κάποιον, σε κάτι, η εποχή μου γίνεται ξυράφι. Δεν είναι μια πίστη οχυρό, που προσφέρει προστασία. Είναι μια γλυκιά πίστη χωρίς επιχειρήματα και δόγμα. Παράλογη, γι' αυτό και αυθόρμητη όπως η ελευθερία. Όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, θα είμαι μαζί σου. Σε πιστεύω.
Πάει ακόμα μια σελίδα παραληρήματος.
Ας ξεκινήσω την τελευταία.
Τώρα καπνίζω το τσιγάρο εκείνο που κάνεις ύστερα από ένα καλό γεύμα που συνοδεύεται και από μία μπιρίτσα.
Αν κατάλαβες καλά, σ' έφαγα πρώτα και τώρα απολαμβάνω το τσιγάρο μου. Ωραίο γεύμα, δε λέω...
Πάω για ύπνο. Τώρα κι εσύ με περιμένεις στο κρεβάτι. Χωρίς φώτα, χωρίς λύπες και προσποίηση.
...ΕΡΧΟΜΑΙ...
Μπαίνω στην αγκαλιά σου, κλείνω τα μάτια και μεταφέρομαι. Τα μάτια σου, η τελευταία μου εικόνα πριν αποκοιμηθώ.
Καληνύχτα, Χιονάτη
Τω προϊ θα ήμασται μαζή.



Κωστής Γκιμοσούλης