Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012












 
Με τη θύμηση άρχισες και μ' αποκάλεσες, καλή μου, μα πώς μπόρεσες, πώς; Μετά από αυτά που σου είπα κι έφτασες και στο σημείο να ρωτάς για αντοχές, ως πείσμων στο απέναντι μα επίπλαστο για σένα είναι μου.
Πείσμωνες, πάντα πείσμωνες . Κι όλα, μα όλα, μαζευόταν μες στο μυαλό σου πνίγοντας το φως ολόγυρα. Ένιωθα σα φάντασμα που κινιόταν γύρω σου. Ερήμωση στις φλέβες μου πια κι οι λόφοι απέναντι απ' το παράθυρό μου ανεβοκατεβαίνουν απ' του θεού σου τη σκοτεινιά που είχες αγαπήσει. Σου θυμίζω λοιπόν. Τάχα και τις σιωπές της νύχτας δεν ήπια και τ΄άνθια στο πρόσωπό σου κι ένα πουγκί χαλίκια δεν ήπια, χαϊδεύοντας το μπράτσο σου και το φιλί παρατεινόταν...
Δεν ήπια το αρκετό σου που’ γινε πολύ; Αρκούσαν; Δεν αρκούσαν. Μα είχαμε την ίδια λήψη στις ουράνιες διεγέρσεις παλεύοντας στο μεγάλο ναι.
Περασμένες τρεις η ώρα κι ο πόθος σύγκορμος έδωσε βήμα υστερικό, βουβό και τυφλό. Τα μάτια τ’ ουρανού γύρισαν ανάποδα και τα σκυλιά που ‘γλειφαν τις καρδιές μας, ζάρωσαν στο τελευταίο άοσμο δέντρο της αυλής. Κυματίζοντας οι γρίλιες στ’ ανοιχτό παράθυρο εξαφανίστηκα με σχισμένα δάχτυλα ενώ οι παλιές πληγές έσταζαν ακόμα. Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις... Κι απόμεινε μια φωνή περασμένες τρεις .Αναρωτιέσαι τώρα καλή μου.
Οι αντοχές μου σαστισμένες πια, καρφωμένες σ' ένα κουρελιασμένο κύκλο- φως γύρω απ' το κεφάλι μου. Πώς θα με σύρεις στη φωλιά σου που τα τιτιβίσματα του έρωτά μας γίνανε κραυγές;






 
Bάιος Νικιώτης