Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Γιώργος Χρονάς, τρία ποιήματα



























LA MORTE DEGLI AMANTI


Η φωνή του σβήστηκε μαζί με τις σκιές
πίσω από τις κάμαρες που συναντιόμαστε
αργά το Σάββατο,
ζώντας τη μυθολογία στις λεπτομέρειες
πριν από τη γένεση του κόσμου,
διατηρώντας εσύ το ρόλο του Πρωτέα
κι εγώ ένα ρόλο που δεν ενθυμούμαι πια
τις λέξεις του
τις φράσεις του
τα σχήματά του.
Μόνο κατά διαστήματα θυμάμαι εκείνες
τις σκιές μας στον τοίχο, με κινήσεις τόσο γνωστές
που ούτε τις παρατηρούσαμε
ούτε τις σχολιάζαμε
ούτε τουλάχιστον τις ζούσαμε.
Όμως εκείνη η μουσική, διασπαστική μουσική,
μονότονη μουσική στη σιωπή μας, διαλυτική
στο χρόνο που έλιωνε σε κεριά του τάλιρου,
με χοιρινό λίπος φτιαγμένα, πάνω στο τραπέζι
ερχόταν από τα άδυτα μαζί με το λιβάνι,
που καίγονταν.
Δεν θυμάμαι άλλα, σβήστηκαν με τη γένεση
του κόσμου, εκείνη την ημέρα που ο πατέρας σου
παίρνοντας ενέσεις ασβεστίου και χώμα από την αυλή
έφτιαξε το πρώτο ψηφίο από το αλφαβητάριό μας,
το κλειδί για να ανοίξει την κάμαρα
με το λιβάνι
και τα κεριά του τάλιρου από χοιρινό λίπος.


Εκείνη τη μέρα ήρθες και με βρήκες
περίλυπο.
-Φτωχέ μου, είπες
οι μέρες αδειάζουν κώνειο
στα γεμάτα ποτήρια μας
κι εγώ δεν είμαι ο Σωκράτης
για να πεθάνω ήρεμα στη φυλακή.


Σε κοίταξα την ώρα που έπεσες στο πάτωμα,
κίτρινο με ώχρα βαμμένο, με μια μυρωδιά που δεν
ξεχώριζες αν ήταν αντρικό σπέρμα ή λιβάνι.
Φώναξες
-Τουλάχιστον ας με φάνε τα σκυλιά.


Χθες έγινε η κηδεία του. Δεν την παρακολούθησα.
Έμεινα με τη σκιά μου στην κάμαρα
που συναντιόμαστε αργά το Σάββατο
καίγοντας κεριά με χοιρινό λίπος και λιβάνι.
Εξακολούθησα να πίνω κώνειο.


Χθες έγινε η κηδεία του.
Δεν την παρακολούθησα.






ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΠΕΝΘΟΥΝ ΣΕ ΑΥΛΕΣ
ΜΕ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΛΑΚΑΚΙΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ
ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ


Σε όλους τους αιώνες χωρίς λόγο θα παραδίνονται
Πίσω από μια αυλή και ένα πηγάδι
Ανίσχυροι
Ασώματοι
Πένθιμοι
Νυχτερινοί
Τέσσερις άγιοι αυτοί
Άγνωστης και ανύπαρκτης θρησκείας
Έτοιμοι να αποκεφαλισθούν μπροστά σε κλειστά
άδεια παράθυρα
Με έναν κουβά που έφυγε από την επιφάνεια του πηγαδιού
και με την κεκανονισμένη ταχύτητα να πάει να δολοφονήσει
Στο νερό
Μέσα στο πηγάδι όλες εκείνες τις μορφές, τα σώματα
που είδε να φωτογραφίζονται τα βράδια με φεγγάρι
Όταν κηδεύανε τις πρώτες μέρες κάτι δαντέλες
και τερτίπια
Κάτι απαγορευμένους θρήνους και νεκρές εκσπερματώσεις.


Η μάνα μου άδικα πια θρηνεί μόνη τα βράδια
στο δάσος της Καισαριανής ανάμεσα σε κυπαρίσσια
του Βαν Γκογκ ή του Παρθένη
και πεύκα που δεν καθαρίστηκαν από τις εξορμήσεις
των προσκόπων
εκείνες τις πέστροφες που ταξιδεύοντας αντίθετα στο ρεύμα
του ποταμού
ραντίζουν με σπέρμα τα σκορπισμένα πάνω στα βούρλα αυγά τους.






****


Κι εσείς που φοράτε τα χρυσά τακούνια
Στα μαλλιά σας που κρεμάτε τα λουλούδια
Στα χέρια που βροντάτε τα βραχιόλια
Όταν βρέχει στα χωράφια, στους δρόμους όταν η λάσπη
σας χτυπά τις φτέρνες
Μην ξεχνάτε πρώτη εγώ ήταν που φόρεσα τακούνια μαύρα,
ξώπλατα φουστάνια μέχρι τα γόνατα, από το σπίτι μου
το 'σκασα


Στην καρδιά μου πρώτη φαρμάκι φόρεσα.