Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011






 






 






Κατοικούσα τότε εκεί…θυμάμαι… χωρίς συνθήκη πέρα απ’ αυτή που έδινε σώμα σε κάθε κείμενο για να πονάει. Πονούσα κι έγραφα. Έγραφα και πονούσα. Με το σώμα αυτό που μούδιαζε και περνούσε όλη τη συμφορά στο χαρτί. Μετά ο πόνος και η αμαρτία έπεφταν απαλά σαν χιόνι στον κάδο των αχρήστων. Δεν μένει κανείς πια εκεί. Κι αυτό πονάει. Αλλά όχι τόσο. Κολλούσε στα χέρια μου στα δάχτυλά μου ο φόβος η αγωνία.(Γιατί κατουρούσες καθιστός αγάπη μου? Γιατί ποτέ δεν σε είδα να κατουράς όρθιος?).Στα υπόγεια έμεινε και ολόκληρη η μνήμη μου πίσω-λέω-σαν θαμμένος σπόρος ακόμη κι αν δεν κατοίκησε ποτέ εκεί. Και το παράθυρο ήταν πέτρα Άλλος πόνος αυτός. Οξύτερος, ανομολόγητος. Να ξυπνάς, ν’ ανοίγεις το παράθυρο κι αντί για ήλιο να βλέπεις πέτρες. Θαμπές, θεόρατες . Άφησα χρόνια εκεί. Υποθήκες στον πόνο και στις πέτρες. Σε γλιστρήματα νυχτερινά πάνω στα μελάνια της απουσίας .Όχι δεν ήταν συμπαθητικά. Ήταν απαίσια. Κατοικούσα εκεί. Με φύλαξαν τα υπόγεια με μια χάρη απρόοπτη. Με φύλαξαν με γιασεμιά του τοίχου. Με την υγρασία που κύλαγε ανάμεσα στις πέτρες-κάποτε έγινε ποτάμι από σκουριά αυτή η υγρασία. Δεν ήξερα από πού να πιάσω το χαρτί να μη με πονάει. Το μολύβι έσταζε υγρό μπαρούτι. Πονούσα αλλά δεν έφευγα. Άκουγα τη βροχή και μ’ έπιανε μια γαλήνη που μπορώ να νιώθω.(Γιατί αγάπη μου πάλι κατουράς καθιστός στη λεκάνη? Τι συμβαίνει?) Δεν κοιμόμουν τα βράδια γιατί περνούσε μέσα απ’ το χνώτο μου ένας ποταμός φαρμάκι. Δεν κοιμόμουν τις μέρες γιατί φοβόμουν μη χάσω τα γιασεμιά και τις γάτες που τάιζα. Είχαν μαζευτεί πολλά φοβισμένα .Φρουρούσαν κι αυτά όσο μπορούσαν τα υπόγεια. Με τύψεις από κείνες που δεν ισορροπούν με καμιά πληρωμή. Που δεν ξεχρεώνονται. Έτσι είναι για τους αποτυχημένους, σκεφτόμουν. Υπάρχει κι ένας πόνος ολόκληρος να σου στέκεται για όλη τη ζωή σαν στάρι έτοιμο ν’ αλεστεί σε μύλο για σένα.(Γιατί δεν κατουράς όρθιος όπως όλοι οι άντρες αγάπη μου? Τι φταίει? Μήπως τα μάτια μου ανισορροπούν? Μήπως καταργήθηκαν κάποια όρια και δεν μπορώ να νιώσω τίποτα άλλο από πόνο?) Κατοικούσα τότε εκεί. Τώρα κανείς. Είναι τα μόνα που στάθηκαν όρθια στην οδύνη τους. Άλλος κανείς. Αυτά τα θαμμένα έμειναν όρθια. Από τον πόνο και τη γραφή και τα γράμματά της. Δεν ήταν άλλος κανείς. Όλα τα άλλα γκρεμίστηκαν. Γκρεμίστηκαν οι πέτρες και τα γιασεμιά και τα ποτάμια και τα φαρμάκια. Όσα πέρασαν απ’τα χέρια μου. Τα χαρτιά μου ενέχυρα για όνειρα-δάνεια-τρικυμίες, κατέρρευσαν. Κι εσύ ακόμη κατουράς καθιστός. Πέρασαν τόσοι αιώνες. Τελειώνει ο χρόνος αγάπη μου. Λήγουν και οι προθεσμίες. Ο θόρυβος απ’ την καύτρα σου μ’ ακολουθεί. Το καταχτύπημα στις χορδές του μπουζουκιού μ’ ακολουθεί. Και πώς βγαίνουν τόσο βαθιά αγκάθια από υπόγειες και σκαμμένες πληγές? Με λαϊκά στα ραδιοφωνάκια βαριά τσιγάρα αλκοόλ αγρύπνιες? Πάει θα φύγω χαρά μου… θα φύγω γιατί λησμόνησα το θάνατο εδώ. Και δεν μπορώ να γράψω.