Ο κύκλος άπλωσε - κενός με κυριεύει
Ίσκιους και φόβους με τις σπείρες του μεθά
Τι να ‘ναι αυτό που από τη νύχτα μου αγριεύει
Όλα της τ’άστρα και τα κάνει ουρλιαχτά;
Μπρος μου το όνειρο που τίκτεται κουβάρι
Iσόβια έγκλειστο μωρό κατατρεγμένο
Που από τη μήτρα όλα στην πλάτη του τα βάρη
Τι είναι η πίστη η χαρά η ευδαιμονία…
Πώς απ’τα δάχτυλα περάσαν οι φωτιές
Κάψαν τις Άνοιξες στεγνώσαν τη μανία
Έριξαν σπίρτο στου αιόλου τις νοτιές
Είμαι ο Σίσσυφος και σπρώχνω μαύρα βόλια
Γιγάντια βότσαλα πλακώνουν το σκαρί
Στα σπλάχνα η ποίηση φυτεύει περιβόλια
Ό,τι θελήσαμε εκείνη το μπορεί
Εδώ σωριάζονται του άβατου τα ερείπια
Μοίρες αστόλιστες αυτόπτες του χαμού
Φαρμάκι ατέλειωτο απ’το μπουκάλι ήπια
Εννέα όγδοα τραγούδαγε η Καλθούμ
ο πίνακας του Αντώνη Στεφανάκου