Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Ενέδρα καθ' ομοίωσίν μας, του Γιάννη Στίγκα






 



















I.




Σύρριζα η πνοή μου στο τίποτα

τι μαθηματικά που έμαθα


να υψώνω το φως στη θηριοστή του
κι ύστερα


                     μια
                             και δυο με τον μπαλτά


γιατί έχω κι εγώ τη Σαλώμη μου


και πώς να κρατηθώ λευκός
στο μέσα μου τετράδιο


Έμαθα τον όλεθρο
                         σε όλες του τις στάσεις


γονυκλινής στα μάτια σου
πρηνής στα νυχτικά σου


τι γολγοθάς στα μέτρα μου


τρεις πρόκες για το ποίημα
και τρεις για την καρδιά μου






II.


Άμα μου φέρεις ξίδι και χολή
(και πάψε να χαζογελάς)
θα σύρω στο Σταυρό τον ίσκιο μου
γιατί -είμαι πλέον βέβαιος-
είναι ο αντίρροπος που καίει
δεμάτι δεμάτι την τύχη μου
τα ντορεμί των φιλιών σου




Αλλά εσύ "Τι ντορεμί?" σκέφτεσαι.
"Εγώ φιλάω με τη γλώσσα
και τα μάτια μου γυρίζουν ανάποδα
                         το ταξίδι
να φτάσουμε στον τελικό της άνθησης


Αλλά κι ένας οργασμός
μου κάνει εξίσου"