Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011












Τις αρχαίες μου ιστορίες, τις ανάμικτες με στάχτες και καπνό, τις ταλαιπωρημένες από το μαζούτ χαλασμένης εξάτμισης, τις ξεθάβω αραιά για να σκορπιστεί η ζωή που έζησα απερίσκεπτα. Στο βάθος αχνοφαίνεται η Σκαρντού των κοιλάδων, η Ευτυχίας των ποταμών, η Χαράς των ανθρώπων. Ανάμεσα, το συνοριακό άγχος του belli dance, των μουλάδων με τις στεντόρειες φωνές, που διαχέονται στον άνεμο. Μετά χάνονται στο άπειρο της ασφάλτου. Κοσμά και Δαμιανού ν’ ακούω το αγάπη μου χίλιες φορές, για τους οξυγώνιους μιναρέδες, οι σταυροί των φαρμακείων, βροχή και σ’ αγαπώ. Αναρωτιέμαι, τι ευδαιμονέστερο να ζητήσω. Τελικά στον ουρανό θ’ ακουμπήσουμε μαζί με τα δημοτικά φώτα. Ελεύθερο το Πακιστάν και η Αρμενία στους δρόμους της Αθήνας, αραμπάδες περνούν, πατώντας το τεφρό των δρόμων, παράγκες στη λάσπη, το κίνητρο της επιβίωσης στα όριά της, θίασος του παραλόγου των σκιών… Μη σε νοιάζει κι ας αργούν να μας αφήσουν τα λυπημένα μάτια, οι αδειασμένες λέξεις, ο φόβος, οι λάμα, αλλά κυρίως η αβάσταχτη σιωπή της αθωότητας στην πλατεία Αμερικής. Όλα τα έχω μπροστά στα μάτια μου για αιώνες μετά. Για να πούμε χωρίς λόγια, και με τη φωνή μόνη της, φως για το ασύνορο του κόσμου εντός μας.