Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011












Όνειρα….Ξενητιές
Που βυθίσατε τα καράβια μου
-Πριν δέσουν
Σε πακιστανικά κουρεία
Φοβάσαι?Lazarus raised!
Τι φοβάσαι?Στις ερήμους ξημερώνονται θρησκείες
Κι εσύ ούτε ένα αμμολοφάκι μόνος
Και μετά?ρωτάς….
Μετά πνίγομαι κι εγώ γιατί δεν είμαι κομμώτρια
Ούτε εσύ clockwork lemon
Σπάνια γίνομαι δύο πια για να νιώθω ασφαλής
Δύσκολο πράγμα ο σκαληνός άνθρωπος
Τέσσερις φορές σε βλέπω όπως θέλω
Όμως
Δεν σε φιλώ στα σπανιόλικα χέρια
Ξαναβουτάω για το τακούνι μου
Χωρίς ομπρέλα






Αφιερώνουμε μ?-γκούχου-γκούχου-


update:το πακιστανικό κουρείο

Το θερμόμετρο έδειχνε μηδέν βαθμούς Κελσίου. Το Λονδίνο, που συνήθως βούλιαζε στην ομίχλη, ήταν φωτισμένο από ένα σπάνιο, κατακίτρινο φως. Βγήκε από το σπίτι της και κατευθύνθηκε προς την αραβογειτονιά με τις πληθωρικές Αιγύπτιες που, καθισμένες σε ψάθινα σκαμνάκια κάτω από σκιερές τέντες κισσών, φώναζαν στα κορίτσια «Έλα να σου ζωγραφίσω το χέρι!» κι έπειτα κεντούσαν με καφετιά ή μαύρη χέννα τα ωραία τους αραβουργήματα στους λεπτούς καρπούς και στα δάχτυλα της λευκής φυλής.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Οι μελαμψές μελλόνυμφες έμπαιναν στα υφασματάδικα και στα μαγαζιά με τα είδη προικός για να διαλέξουν νυφικά και φορέματα για την δεξίωση του γάμου. Τις Ινδές τις διέκρινε από μακριά. Τα χρωματιστά σάρι τους ανέμιζαν στο πεζοδρόμιο σαν ξέμπαρκα κυμματάκια μιας ασφαλτοστρωμένης παραλίας. Οι Πακιστανές ήταν αλλιώτικες, παρόλο που ανήκαν στην ίδια ράτσα. Είχαν βλέμμα πιο σκοτεινό και περπατησιά διστακτική, σχεδόν φοβισμένη. Οι Αράβισσες είχαν το κεφάλι καλυμμένο με μονόχρωμες μπούργκες και κάτω από τις κελεμπίες τους φορούσαν παντόφλες μέσα στο καταχείμωνο, μερικές φορές χωρίς καν ένα ζευγάρι νάυλον κάλτσες.
Στα χαμηλοτάβανα καφενεία κάθονταν μόνο άντρες, όλοι μαγκρεμπίνοι. Άλλοι έπιναν τούρκινο καφέ από μικροσκοπικά φλυτζάνια και άλλοι ρουφούσαν το τσάι τους μέσα από χρωματιστά γυάλινα ποτηράκια. Οι περισσότεροι είχαν ξυρισμένα κεφάλια. Το δέρμα τους είχε το χρώμα του μούστου και βαθιές ρυτίδες, σαν να καιγόταν χρόνια κάτω από τον ήλιο της Μεσογείου. Χασομερούσαν συζητώντας και καπνίζοντας στριφτά τσιγάρα και δεν δίσταζαν πού και πού να φτύνουν κομματάκια καπνό μπροστά στα πόδια των αμέριμνων περαστικών.
Προσπέρασε το τούρκικο μπαρ «Τεκίλα» και συνέχισε ανηφορίζοντας μέσα σε ένα στενοσόκκακο με ψηλά κτίρια και καθόλου δέντρα. Τα σούπερ μάρκετ είχαν ντόπια προϊόντα και εκτεθειμένα καφάσια με εξωτικά φρούτα και λαχανικά. Πέρασε ανάμεσα από δυο τρεις μεσόκοπες γυναίκες που ψώνιζαν γλυκοπατάτες, σέλινα και σκόρδα. Μια μικρομάνα με παιδί στο καρότσι, ντυμένη σαν ολόλευκος αστακός, την προσπέρασε άγαρμπα. Ο ήχος του κινητού της κοπέλας, που αναδύθηκε ξαφνικά από την πλαστική τσάντα της με το λογότυπο της Prada, της θύμισε ένα τραγούδι από τα παλιά. «Danca sol e mar guardarei no olhar /O amor faz perder encontrar/Lambado estarei ao lembrar que este amor/Por um dia um instante foi rei/ Dancando Lambada».
Φτάνοντας έξω από το πακιστανικό κουρείο με την επιγραφή «Dhananjay Dhanuj» επιβράδυνε το βήμα της και κοίταξε μέσα από τη βιτρίνα. Η καρδιά της πετάρισε. Ο ήλιος που χτύπαγε την είσοδο δεν βοηθούσε και πολύ. Έκανε τα χέρια της χωνί και πλησίασε το πρόσωπο στο τζάμι. Τον είδε όρθιο πίσω από τη δερμάτινη πολυθρόνα, ωραίο και ευθυτενή, να κόβει τα μαλλιά ενός μεσόκοπου συμπατριώτη του. Τα χέρια του κινούνταν ευέλικτα. Της θύμισαν μελαμψές πεταλούδες. Το ατσάλινο ψαλίδι ανοιγόκλεινε ρυθμικά σαν να κρατούσε το ρυθμό της Lambada που είχε κολλήσει στο μυαλό της από την ώρα που το άκουσε να χτυπά μέσα από την τσάντα της μωρομάνας-αστακού. Το άσπρο του πουκάμισο άνοιγε στο στήθος αφήνοντας να φανεί λίγο δέρμα στο χρώμα του ελατίσιου μελιού.
Άξαφνα γύρισε το κεφάλι και την κοίταξε. Ήταν όμορφος. Έμοιαζε με ήρωα του Χανίφ Κιουρέισι. Της χαμογέλασε με το πιο μαύρα μάτια και το πιο άσπρο χαμόγελο που υπήρχαν στη γη και στράφηκε ξανά στη δουλειά του. Είχε συνηθίσει να κοντοστέκονται άγνωστοι στην βιτρίνα του και να κοιτάζουν στο εσωτερικό του μαγαζιού με περιέργεια.
Εκείνη κοντοστάθηκε για μια στιγμή κι έπειτα έκανε μεταβολή και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. «Αυτή η πόλη με σκοτώνει», σκέφτηκε διασχίζοντας το στενό που μύριζε κάρι και αντρική κολώνια. Την επόμενη Κυριακή θα ξαναπερνούσε από τη βιτρίνα του πακιστανικού κουρείου με την ελπίδα να του αποσπάσει ένα καινούριο άσπρο χαμόγελο. Ίσως και μια καλημέρα.






theorema σ'ευχαριστώ πολύ