Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

υστερόγραφα-τελεσίγραφα και πραξικοπήματα

Υπάρχει πιθανότητα να μη χωρέσεις σε κάτι που ο ίδιος πήρες την απόφαση να στενέψεις.



«Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο»


Η ενίσχυση του ήδη φορτισμένου συναισθηματικά λόγου αποβαίνει εις βάρος του ραγισμένου βλέμματος.


Τα παρακμιακά συμπτώματα μιας πρώιμης σφαγής αποτρέπουν αιώνες πληκτικής νεύρωσης. Στο τέλος η στροφή δεν είναι ακριβώς μεταφυσική. Η παράστασή της είναι ή τεθλασμένη ή αμβλεία γωνία.


Ό,τι προαναγγέλεται ως αυτόνομο σύστημα «πραγμάτων», σύμπαν επιλογών μιας ζωής, το πιθανότερο είναι να εμπίπτει στην ευκαιριακότητα παρά στην υπόσταση:μαζί


Άτυπη ιδιολεξία:για να βαθύνουμε τα διακριτικά χαρακτηριστικά.


Μην παίρνετε φάρμακα από τα σκουπίδια. Η συναισθηματική φαρμακολογία ενδείκνυται για ψυχρότερες περιόδους.


Μην ψάχνετε ανθρώπους στ’άχρηστα και στους κάδους. Κι αυτό γιατί δεν γνωρίζουμε ποια διαδρομή διανύοντας, θα διαδραματιστεί το σκηνικό:ερείπια αρχαίου ναού.


Αντισηπτικό παιχνίδι στα όρια της απογύμνωσης.


Στις «μουβιόλες» αναπαράγεται το αρνητικό των Καλοκαιριών.


Αποστείλατε παύσεις αποκαλυπτικές της διαμόρφωςης του πολιτισμού σας ως ευαίσθητου και ευπαθούς φορτίου.


Άρθρωση επιχρισμάτων αδράνειας κορυφώνει τη ματαιοδοξία και τη φιλαρέσκεια.


Η πραγματικότητα είναι δυνατόν ν’αντικατασταθεί με ευθύτητα συναισθήματος.


Η πραγματικότητα επίσης είναι σώμα και όχι σωματίδιο.






Η ελπιδοφορία των παραπάνω προφανώς αντιστέκεται στη φενάκη των διλημμάτων.


Εξεγερτήρια αυτοδιατίθεται- αναλληλέγγυα στα μουσκεμένα αδιέξοδα.






Ίσως το σκοτάδι. Ίσως το κραγιόν. Ίσως η ζωή των σύντομων δρόμων.


Ίσως ό,τι πέρασε γύρω μας και δεν αντιληφθήκαμε εγκαίρως την αφή του.


Μπορεί και η Φρυγία η Ωγυγία και η Καλυψώ ως Αργία και Απεργία.






«η αφαίμαξη προϋποθέτει την άμεση μετάγγιση»






Έσπασαν πιάτα,έσπασαν ποτήρια,καθρέφτες,βλέμματα δρόμοι ανήλικοι






***[Εσεμεσικές,τηλεφωνικές και λοιπές αφαιμάξεις,τώρα τέλος.]








μη γυρίζεις πια

Μη γυρίζεις πια μη χαραμίζεις μια ματιά
θα πάει χαμένη η ματιά που θα ξοδέψεις
μη γυρίζεις πια γιατί είμαι μια λαβωματιά
που δεν μπορείς όσο κι αν θες να τη γιατρέψεις


Μη γυρίζεις πια γιατί δε μου ‘μεινε φωτιά
γιατί δε μου ‘μεινε καρδιά να ζωντανέψεις
μη γυρίζεις πια γιατί στη μαύρη τη νυχτιά
με τα ματάκια σου θολά πώς να μου φέξεις


Μη γυρίζεις πια γιατί είμαι μια λαβωματιά
που δεν μπορείς όσο κι αν θες να τη γιατρέψεις


Μη γυρίζεις πια φύγε και πάλι μακριά
όπως τη μέρα που με πούλησες στον πόνο
φύγε μακριά δε θέλω εγώ παρηγοριά
έκανα λάθος κι ως το τέλος το πληρώνω


Μη γυρίζεις πια γιατί δε μου ‘μεινε φωτιά
γιατί δε μου ‘μεινε καρδιά να ζωντανέψεις
μη γυρίζεις πια γιατί στη μαύρη τη νυχτιά
με τα ματάκια σου θολά πώς να μου φέξεις


Μη γυρίζεις πια γιατί είμαι μια λαβωματιά
που δεν μπορείς όσο κι αν θες να τη γιατρέψεις


λόγια:Λευτέρης Παπαδόπουλος
μουσική:Χρήστος Νικολόπουλος