Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

αφορμή Δέλτα


Σε είδα στον ύπνο μου. Είχα καιρό να σε συναντήσω εκεί. Όχι στο όνειρο. Στο Σταθμό. Μου ζητήσαν ταυτότητα στην είσοδο λες και με έβλεπαν πρώτη φορά.
Υποτίθεται πως έπρεπε να σε αντικαταστήσω σε κάποιο πρόγραμμα. Έχει περάσει αιώνας από τότε που έκανα ραδιόφωνο. Είχα κόψει επαφές και παρτίδες και μ’αυτό το σύμπαν και μου φαινόταν δύσκολο,αλλά για χάρη σου μπορώ να κάνω τα πάντα. Όλος ο Σταθμός είχε αλλάξει. Έμοιαζε με μια μικρή υπαίθρια,πλακόστρωτη πόλη, γωνιές με καφέ, μικρά πάρκα, πόρτες ξύλινες που πάνω είχαν γραμμένα με κιμωλία τα ονόματα όσων έκαναν πρόγραμμα εκείνη την ώρα. Προχωρούσα με βήμα διστακτικό γιατί κι εγώ ήταν σαν να έβλεπα για πρώτη φορά όσα συνέβαιναν εκεί. Πέρασε από το μυαλό μου πως έκανα λάθος και είχα φτάσει κάπου πιο μακριά από αυτό που λέμε γνωστό και οικείο… Πέρασμα σε κάτι θολό και ξεχασμένο. Ανάμεσα στα άγνωστα πρόσωπα και στo βουητό που ερχόταν μελίσσι στ’αυτιά μου υπήρχαν και γνωστοί που με χαιρετούσαν εγκάρδια και άλλοι μέχρι που με αγκάλιαζαν. Παρ’όλα αυτά δεν ένιωθα άνετα. Το έβλεπαν και το έβλεπα, ήμουν αμήχανη και ξένη ανάμεσα στο πλήθος. Συνέχιζα να περπατάω, μετρώντας τις πλάκες, άλλες γκρί, άλλες κίτρινες, σκουρόχρωμες πορτοκαλί. Η αίσθηση ήταν όμορφη αλλά η αγωνία μου μήπως δε σε βρω τελικά, μεγάλωνε. Παρατηρούσα δεξιά κι αριστερά τις πόρτες αλλά δεν έβλεπα πουθενά το όνομά σου,γραμμένο έστω πρόχειρα μ’αυτήν την ξεθωριασμένη κιμωλία. Τα σοκάκια ήταν λαβυρινθώδη κι ενώ βάδιζα αρκετή ώρα αισθανόμουν ότι επέστρεφα στο ίδιο σημείο. Λες κι έκανα κύκλους. Ούτε αυτό ήταν αλήθεια γιατί την επόμενη στιγμή είδα το όνομά σου σε μια πόρτα μπλε-άχρωμο κι αυτό, σαν να είχε πλυθεί πρόσφατα και να είχε τριφτεί με σκληρή βούρτσα-. Ήταν το μικρό σου όνομα μισοσβησμένο και το επώνυμο αχνό, ίσα ίσα το διέκρινα.. Ανέβηκα τα δυο τρία σκαλάκια και χτύπησα την πόρτα. Από μέσα ακούγονταν σιγανά γέλια και σχεδόν ψιθυριστές κουβέντες,λέξεις μισές,σπασμένες. Μου άνοιξε μια κοπέλα άγνωστη με μακριά ινδική φούστα με κρόσσια και μαλλιά μακριά ως τα γόνατα. Σαν παλιά κνίτισσα ήταν. Κι άλλες δυο τρεις στο ίδιο δωμάτιο με την ίδια κόψη κι εμφάνιση. Ο χώρος έμοιαζε με θάλαμο ή κελί φυλακής. Αντί για γραφείο είχε ένα ντιβάνι, στρωμμένο με αραχωβίτικα κεντήματα και τα μηχανήματα ήταν στο περβάζι πάνω απ’αυτό, πρόχειρα βαλμένα, παλιά και φθαρμένα. Πιο κει σε σχήμα γάμα άλλο ένα ντιβάνι που ήταν ξαπλωμένες οι άλλες κοπέλες. Συστηθήκαμε και ρώτησα αμέσως πού είσαι εσύ και πού μπορώ να σε βρω. Μου απάντησαν να μην ανησυχώ και ότι θα ερχόσουν σε λίγο. Κάθησα. Έπειτα μου έδειχναν πώς λειτουργούν τα μηχανήματα, πώς θ’αλλάζω τραγούδια, πώς θα μιλάω-αν θέλω να πω κάτι-πάνω στο τραγούδι που παίζει και πώς θα κλείνω το μικρόφωνο όταν θα θέλω να πω κάτι εκτός αέρα. Τους είπα ότι ξέρω και ότι ήταν πολύ ευγενικό που με ενημέρωναν αλλά τελείως περιττό. Όμως επέμεναν πως η διαδικασία είχε αλλάξει, πως δεν την ήξερα και θα έπρεπε να τη μάθω από την αρχή. Υπομονετικά άκουγα λοιπόν και περίμενα να έρθεις. Οι άλλες μια μια έφευγαν. Στο τέλος έμεινα μόνη προσπαθώντας να κάνω πρόγραμμα με τον τρόπο που μου είχαν δείξει πριν λίγο. Δεν τις ρώτησα τίποτα για τις αλλαγές. Θα ρωτούσα εσένα μόλις ερχόσουν. Σε πολύ λίγο άνοιξε η πόρτα και μπήκες. Φώτισε ο χώρος όλος από τα μάτια σου μόλις έκανες ένα βήμα μπροστά και με πήρες στην αγκαλιά σου. Πρώτη φορά ήσουν τόσο εκδηλωτικός στα τόσα χρόνια που σε ξέρω. Δεν είναι ο τύπος σου αυτός. Δεν ξοδεύεις τίποτα από σένα. Ακόμα και για να μου δείξεις την αγάπη σου. Με βία να μου δώσεις ένα φιλί στο μάγουλο. Ούτε το χέρι μου δεν κράτησες ποτέ. Με κρατούσες ακόμα αγκαλιά σφιχτή και ζεστή. Απόρησα. Τρόμαξα μπροστά σ’αυτή την παράδοξη τρυφερότητα. Σε ρώτησα τι έχεις. Έκανες λίγο πίσω και με κοίταγες στα μάτια. Ορκίζομαι ότι τα μάτια σου ήταν πιο πράσινα απ’ό,τι συνήθως. Τόσο φωτεινά αλλά ταυτόχρονα και υγρά. Ήθελες να κλάψεις? Έκλαιγες πριν? Φοβήθηκα να ρωτήσω. Τα μαλλιά σου ήταν σγουρά, σκοτεινά και στιλπνά όπως έφηβου δεκαέξι χρονών. Η ηλικία που σε σημάδεψε ακριβέ μου. Που σε δυνάστευσε και σε έλιωσε. Και την αγαπάς τόσο πολύ. Είχαν μακρύνει κιόλας ενώ συνήθως είναι κοντοκουρεμένα. Πολύ όμορφος μου φάνηκες.
Και ήσουν. Αρχάγγελος ίδιος. Τα χρόνια γύρισαν πίσω και σου επέστρεφαν απλόχερα τα χρεωμένα τους... Τη δροσιά,τη νιότη σου που σπαταλήθηκε χωρίς να το θες, τα διαμαντάκια στα μάτια σου…Είχες γίνει πάλι δεκαέξι και έλαμπες ολόκληρος. Τι σου συμβαίνει σε ρώτησα δειλά. Τίποτα απάντησες και μου κράτησες το χέρι. Με ρώτησες αν ήθελα καφέ. Προτιμώ να μιλήσουμε σου είπα. Άφησες να παίζει ένας δίσκος ολόκληρος του Λέοναρντ Κοέν και βγήκαμε στο μικρό μπαλκονάκι έξω από το δωμάτιο. Καθήσαμε στις δύο καρέκλες, μας χώριζε ένα μικρό ξύλινο τραπέζι. Άπλωσες τα πόδια σου στα ξύλινα κάγκελα απέναντι και άρχισες να καπνίζεις. Με παραξένεψε που είχες αρχίσει το κάπνισμα αφού ήξερα την εμμονή σου με την υγιεινή διατροφή και με την καθημερινή άθληση. Ένιωσα όμως ότι δεν έπρεπε να σε ρωτήσω τίποτα γι’αυτά τώρα. Από μέσα ακουγόταν αχνά το famus blue raincoat. Αγαπημένο δικό σου και δικό μου. Όσο περνούσε η ώρα ένιωθα ότι κάτι ήθελες να μου πεις, δεν έβγαινε εύκολα από το στόμα σου. Καπνίζαμε και κοιτάζαμε τον ουρανό που ήταν έτοιμος να βρέξει. Ανταριασμένος. Θα έλεγα ότι είχαμε μπει σε έναν παράξενο και νοσταλγικό λήθαργο όταν μια φωνούλα τρέχουσα σαν νεράκι από μακριά άρθρωσε: «μπαμπά μπαμπά»….Ένα μικρό κοριτσάκι με κοτσιδάκια έτρεχε προς το μέρος σου με ορμή. Λίγο πριν τα σκαλοπάτια σταμάτησε και δίστασε να τα ανεβεί αφού μας είδε μαζί. Πίσω από το κοριτσάκι έτρεχε μια γυναίκα κοντά στα τριάντα, ξανθιά και απεριποίητη. Το κορίτσι ακινητοποιήθηκε. Τότε είδα πως τα μάτια του ήταν πολύ μακριά το ένα από το άλλο και από τις άκρες τους έσταζε κάτι κόκκινο σαν αίμα. Όχι σαν. Αίμα ήταν. Κατέβηκες τα σκαλιά και το πήρες στην αγκαλιά σου. Του σκούπισες το αίμα με ένα μαντίλι. Σταμάτησε να τρέχει. Δεν ήξερα ότι έχεις παιδί. Ούτε γυναίκα. Μου μίλαγες πάντα ανοιχτά για την ομοφυλία σου. Ήταν δεδομένο πως με γυναίκα δεν μπορούσες να βρεθείς ερωτικά ούτε μια στιγμή. Το είχες προσπαθήσει μια φορά στο παρελθόν αλλά αηδίασες. Τότε πώς? Το σοκ ήταν βαρύ. Δεν μου είπες τίποτα. Με άφησες να καταλάβω ό,τι ήθελα. Η σιωπή μας δίδαξε την υψηλή της τέχνη χρόνια τώρα… Θύμωσα μαζί σου. Γι’αυτή σου τη μικρή προδοσία. Ένιωσα να προδίδεται αυτή η φιλία. Όμως το φέγγος των ματιών σου, όλη η όψη σου που έμοιαζε αγγελική δεν άφησε αυτόν το θυμό να με κυριεύσει. Αντίθετα ένιωσα να σ’αγαπώ ακόμα πιο πολύ. Ήρθα κοντά σας και πήρα στην αγκαλιά μου το κοριτσάκι σου και σένα. Πρώτη φορά σε έβλεπα τόσο ευτυχισμένο. Αυτό ήθελα. Τα υπόλοιπα δεν είχαν καμιά σημασία. Σ’αγαπάω πιο πολύ και με μια αγάπη τόσο μεγάλη. Την πιο μεγάλη αγάπη του κόσμου.


για σένα Δημήτρη Χ.