Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Στρατής Τσίρκας




Τρέμει μέσα στο κρύσταλλο σαν άσπρη φλόγα. Γι' αυτό καίει. Μα πώς το καταπίνει η στρίγκλα η ξαναμμένη. Μαλλιά φίδια και χαλκάδες του έρωτα μελιτζανιοί. Βρόμα πριγκίπισσα ένα και το αυτό.
Μόνη σου Άννα. Κατάμονη από μικρή. Ω ας φύσαγε λίγο. Φύσαγε πάνω στο λόφο ήτανε Μάης και στ' ανθισμένα αμπέλια σάλευαν ντελικάτες οι κληματσίδες σα μικροσκοπικά φιδάκια ανοιχτοπράσινα. Κι ο γερο-Ρήνος βούταγε αφήνοντας απέξω διχαλωτή την ουρά του κι ύστερα γύριζε τ' ανάσκελα μες στον αφρό και σου 'δειχνε τα βυζιά σκεπασμένα με ψαρές τρίχες και τις δίπλες της κοιλιάς του και το νερό κρουνέλιαζε απ' τα γένια και τα πηχτά φρύδια του κι αυτός χαχάνιζε. Λία Μπέττη πού πάτε κορίτσια. Δεν ακούσανε. Τα ρυμουλκά μουκανούσαν κι οι μαούνες πίσω τους φαρδιές σαν γκαστρωμένες αγελάδες. Και τα σύννεφα κουτρουβαλούσαν χρυσά και πουπουλένια πάνω στ' αστραφτερό ποτάμι με τις ατσάλινες ανταύγειες. Και το βαρκάκι τους ήταν κόκκινο. Εβίβα το καινούριο κρασί. Τα ξανθά μαλλιά του Ερρίκου. Ο βαρκάρης αλληθώριζε ω το ξυλένιο πόδι του. Και το σιδερένιο γάντι που σου ζύμωνε την καρδιά. Βλέπεις δε σε. Βλέπεις δε σε φωνάξανε. Ω να πέσεις να πνιγείς τι να τα κάνεις τα. Και φάνηκε ο Σάλομον ο λογιστής του πάπη. Άσπρο πικεδένιο γελέκι και πράσινη χνουδωτή ρεπούμπλικα. Και κάπνιζε πούρο. Κι εσύ έκλαιγες γι' αυτό κρύφτηκες...[...]
Γιόμισέ το πάλι μη θα την ντραπείς. Από τούτο τον. Και σου τον. Σκρόφα. Κλέφτρα. Τούτος ο ήλιος τούτο το φως απάνω στα σεντόνια καίει τα βλέφαρα. Πλάγιασε μη θα την ντραπείς. Δικά σου είναι. Να φύγετε αμέσως. Από μεγαλουσιάνα δεν πειράζει να τις κάνω όλες τις δουλειές μα όχι και τούτη. [...]
Τόσες λαχτάρες τόσες αγρύπνιες άδικα. Να τους ακούς να μουγκρίζουν και να χάνεις τον κόσμο. Και πριν από λίγο μήτε καν χαιρετιόντουσαν. Ω γιατί να μην μπορεί ο άνθρωπος να πεθαίνει παρευτύς όταν το ζητήσει. Κατέβασες αθόρυβα τα πράγματα του μαίτζορ από την καρέκλα και την έφερες κάτω απ' το φεγγίτη της πόρτας και σκαρφάλωσες σαν κλέφτης και την είδες να φεύγει ξυπόλητη χορτασμένη σηκώνοντας ψηλά μέσα στο φως της αυγής το ποτήρι από το κρυστάλλινο σερβίτσιο σου το Μπακαρά. Δέκα μάρκα το κομμάτι. Μα ξέχασε το μπουκάλι.[...]

Γερμανοί Ρώσοι Πολωνοί Εβραίοι χριστιανοί όλοι τους θηρία. Χρόνια σε ξεγελάνε κι έρχεται μια ώρα και φανερώνουνται. Ψέμα και χτηνωδία αυτός είναι ο κόσμος. Οι προφήτες μας γέλασαν. Οι ραββί μας γέλασαν. Οι πολιτικοί μας γέλασαν. Οι στρατηγοί μας γέλασαν. Γραφές βιβλία εφημερίδες όλα ψέματα. Σαν το κατάλαβα είπα Ρόζα τι θα γίνει τώρα. Πώς ζούνε δίχως νόμο. Ω κυρία τι τρόμος.
Δεν έμενε τίποτα. Μονάχα εγώ. Και τούτα τα ορφανά κι η γριά. Κι είπα από δω και πέρα νόμος είσαι συ Ρόζα. Και Θεός η μάνα σου. [...]

Κι η Ρόζα είπα για το φορτηγό ένα σκυλοπνίχτη σαν νεκροσέντουκο που τους πήρε από το Γαλάτσι κι όταν βγήκαν στ' ανοιχτά τους κατεβάσαν στ' αμπάρια τάχα μου μόνο όσο για να περάσουν το Βόσπορο κι ύστερα τα Δαρδανέλλια μα κι από κει και πέρα τους κατεβάζαν πάντα μόλις χάραζε και τους ανεβάζαν μόνο τη νύχτα. Όρθιους κυρία μου οχτακόσιες ψυχές αλλιώς δε μας χώραγε. Παστούς σαν τα σκουμπριά που λέει ο λόγος και χειρότερα. Η βρόμα και η δυσωδία. Και να ψέλνουμε. Αδονάι σου κράζω τη μέρα και δε μ' αποκρίνεσαι και τη νύχτα και πού να σωπάσω. Ταύροι πολλοί με ζώσανε ταύροι δυνατοί από το Μπασάν. Κι όποιος πέθαινε απόμενε κει δα σαν μπαρσαμωμένη μούμια πώς να σαλέψουμε. Κι είχαμε δυο χρυσά φιορίνια και τα δώσαμε για μια σκισμένη ξαπλώτρα. Εκεί έβαλα τη γριά κι απάνω της το κοριτσάκι και σώθηκαν. [...]

Κι η Ρόζα είπε το μωρό μου τον Μωσέκ το βάσταγα στα χέρια. Κι είχαμε φτάσει πια δεύτερη μέρα που κόβαμε βόλτες στ' ανοιχτά της Χάιφας κρυμμένοι στ' αμπάρια πού να ξεμυτίσουμε. Περίεργο λέω δεν σκούζει πια. Είχα κοιμηθεί όρθια. Κοιτάζω έσκασε. Αυτό ήταν τ' αγαπημένο του Ζισλάβ. Δε θα ξεχάσω ερχότανε το βράδυ κουρασμένος του θανάτου και γρουσουζιασμένος γιατί δούλευε μεροκάματο σε ταμπάκικο. Κι έζεχνε λέσι και σαπισμένο βελανίδι. Κι έσκυβε πάνω από την κούνια που του είχε φτιάξει πριονίζοντας του μάκρους ένα σκουριασμένο βαρέλι. Στεκόταν μια στιγμή κι αφουγκραζόταν το μωρό πώς ανασαίνει. Χμ έκανε αυτό μόνο χμ κι έφευγε. Κι από τις τέσσερις ψυχές που μου φόρτωσε γλίτωσα τις τρεις χώρια τη δική μου. Αυτό είναι το εύγε μου.
Κι εκεί βαλθήκανε ν' αναδακρύζουν και τις παράτησες. Είχες στο νου σου απ' το πρωί το. Και τώρα σχεδόν άδειασε και κουράγιο δεν σου 'δωσε. Μόνο μια δίψα και μια ζάλη. Και νύστα.

Από το όγδοο κεφάλαιο της Λέσχης.
Ακυβέρνητες Πολιτείες.