Το αίμα των αγγέλων ακούγεται
Στο βάθος του ύπνου σου
Είμαι γυμνός εδώ και κρυώνω
Απ’ την ψύχρα των άστρων
Περπατώ όλη νύχτα στα
Υπνοβατικά μου τοπία
Και σου κρατώ το χέρι
Έλα και σκύψε πάνω μου
Κρύψε με στη φτερούγα των χειλιών σου
Τύλιξέ με στη μεταξένια εσάρπα
Της καρδιάς σου
Απόγονος του Κάιν, σκότωσα τον πατέρα μου
Μ’ ένα βέλος ποτισμένο σε μανδραγόρα
Ανέστησα το Λάζαρο και αυτοκτόνησε
Πριν η μέρα κλειστεί σ’ ένα κοχύλι
Στη μαύρη θάλασσα
Οι φλέβες των ματιών σου σπάσανε
Και τα χέρια μου πλημμύρισαν φως
Αιώνιο φως ανάμεσα σε δυο θλίψεις
Αυτών που πέρασαν και κείνων
Που θα ‘ρθουν
Άραγε τι μας περιμένει
Στον κήπο των αγαλμάτων
Που δεν γέρασαν ποτέ…
Που την αγάπη δεν ψιθύρισαν
Τη σήκωσαν ψηλά μέσα στο κυκλικό αίμα
Των πουλιών με διάφανα χέρια
Ποιο κύκνειο άσμα
Μας κυκλώνει τις μέρες;
Ανάμεσα σε δυο θλίψεις κι εφτά νύξεις
Περπάτησα μόνος.
Βαλάντης Βορδός