Γνώρισε κάποτε και τον Νταρθ Βέιντερ.
Εθισμένη σε κάποιο πόλεμο που γίνεται κατάδικός της στο τέλος
πείσμωσε με τους αφερέλπιδες γαλαξίες
θύμωσε που της εξαφάνισε τα οπλικά στιχουργήματα.
Ο Νταρθ θρυμμάτισε μερικά αστέρια στη χούφτα του
και της άπλωσε στο πρόσωπο τη χρυσή-ολόχρυση- σκόνη τους.
Κι αυτή κατέβηκε από το μέτωπο στα μάτια. Κύλησε αργά στο υπογάστριο.
Ξέρουμε σίγουρα τώρα σε ποια θάλασσα θα νυχτώνονται
κανονικά ήλιοι και θα ξημερώνονται φεγγάρια.
Με αναμμένα αλάρμ και στη θέση καπνίζοντες
έκανε τον απολογισμό του μήνα.
Δύο χαλασμένα φρένα.
Πέντε πεταλούδες στην εντατική.
Ένα κλεμμένο ζαχαρωτό.
Ένα αναγνωσμένο (με βαρύ πονοκέφαλο) παραμύθι.
Τρεις ολονύχτιες Τετάρτες και μια τραυματισμένη.
Κι όλα αποθεωμένα για το τίποτα μισού εγκλήματος.
Αιώνες πληρώνει διατροφή σ’ έναν κροκόδειλο
που από κάτι σαν πάθος, λίγο πιο κει, λίγο πιο έξω, και λίγο πιο λίγο,
παρίστανε πως δεν είχε ιδέα σε ποια ανήκουν αυτές οι φολίδες.
Για λίγο παίξανε και το συρραπτικό.
Αγαπήθηκαν με μέτρο και χωρίς τη στιγμή που οι διαστημικές άνοιξες μιας άλλης ζωής
ήρθαν να αντικαταστήσουν τα θρύψαλα με χρυσόσκονη.
Καλή και άξια τύχη Νταρθ.
Επειδή κατά ύψος είμαι καλός ψαράς
σ’ αποχαιρετώ με κίτρινους υπέρηχους πριν χρειαστεί να σε χτυπήσω.
Μισιρλού