Του χάρισε το λυχνάρι του Αλαντίν
Πέρασε φυλαχτά από ασήμι στο λαιμό της
την αρραβωνιάστηκε
δεύτερη φορά με
μια εσάρπα στους ώμους
πολύτιμη γιατί είχε αγγιχτεί
από στόμα εξουθενωμένου
από δίψα βεδουίνου.
Δύο σωτήριους Ελαφηβολιώνες
προσπαθούσαν μαζί να ανεβούν
στο δακρυσμένο Καύκασο
Εξάπτερες λευκές πεταλούδες
τους άνοιγαν δρόμο
ανάμεσα σε σημύδες
Έπρεπε να περάσουν σύντομα
από την κορυφή
-πριν βγει κι αυτό το καλοκαίρι-
Το πρόσωπό της σκέπαζε
το ηλιοβόρο βέλο
Δεν μπορούσε να την πείσει
για τους αγίους
Σήκωσε όμως το τούλι
-γυναίκα αλλόδοξη-
που έκρυβε τα αρμένικα μάτια
κι έτσι μισόγυμνος τα φίλησε
Με κάποιο τρόπο γράφονταν
όλα αυτά στις γραμμές των χειλιών
γραμμές της καρτερίας
που διακλαδίζονταν
πηγαίνοντάς σε ως τις μέσα νήσους
σαν καράβια γρήγορα
που είναι η ρότα τους ήδη χαραγμένη