Σε μια πρόβλεψη ισόχρονη με το σπάσιμο αστραγάλων, κάπου στον πλανήτη, προσπερνά μια μονόστηθη αμαζόνα. Εξαπατώντας σε για δέκα λεπτά,- αρκούν-, ισορροπώ νηφάλια στα διόδια της Πελασγίας, πάλι θέλοντας αυτό που δεν έχω. Συνεχίζω να βλέπω στον καθρέφτη την αμαζόνα με περικοπές. Με κυνηγάνε τρώγοντας. Όχι δεν είναι οι ιδέες μου Ορνέλα. Δίποδα τετράτροχα και λοιπά. Αθώα! Ούρλιαξα. Αθώα! Μαύρο δερμάτινο σαλόνι. Οροφή. Αχ, μη μιλάς όταν γράφω. Δε ρωτάμε πόσο καίει. Κι εγώ δυο ώρες έχω όλες κι όλες. Πού να πρωτοπάω. Θα το χάσω. Αθώα. Τα χνώτα σου μυρίζουν νιτρογλυκερίνη. Και τα δόντια σου στάζουν αίμα ρε δράκουλα. Τι δάγκωσες πάλι? Σταμάτησα να βλέπω τα αποκόμματα της αμαζόνας. Θα το έχεις προσέξει κι εσύ με τι ταχύτητα αλλάζουν εντός μας οι εποχές, σαν καθυστερημένες ομολογίες, πτήσεις σ’ ένα χρόνο που ήδη χάσαμε. Αν μπορείς να μαντέψεις το και πέντε, αναρωτιέμαι τι σημασία έχει το παρά πέντε. Αν μπορείς να προβλέψεις το ακριβώς σε σαλεύει ένας αέρας πεισμωμένος και από το θυμό του παραλύεις για λίγο, εκεί ναι κάπου στο λάρυγγα δεμένος ο κόμπος, κι αρχίζεις την ασφαλτόστρωση. Φοράς βατραχοπέδιλα αντί γόβες στιλέτο, παλινδρομώντας ανάμεσα στο παρά ένα και στο και ένα.
Σαφώς έχω καλύτερα πράγματα να κάνω.
Όπως λιώνοντας ένα γιασεμί στην παλάμη να γλείψω το έλαιο της αθανασίας του.
Όπως περιμένοντας αυτούς τους κάποιους, τους λίγους, τον έναν που είναι αληθινός ποιητής χωρίς να έχει γράψει ποτέ ούτε μια λέξη.
*Τράνζιτο δωματίου