Δεν μου είχε μείνει τίποτα να σημαδέψεις. Τα είχα χάσει όλα. Πολύ πριν σε συναντήσω.
Σ’ εκείνο το σμπαραλιασμένο δωμάτιο, στο λιμάνι της Καλκούτας, το μόνο που με στήριζε ήταν τα φωτισμένα καράβια. Λένε πως άμα χάσεις κάτι από το σώμα σου, ένα μέλος ίσως, συνεχίζεις να το νιώθεις για πολύ καιρό. Να πονάς. Άμα χάσεις κομμάτι της ψυχής σου όμως ή όλη την ψυχή σου…Τόσοι άνθρωποι πέρασαν. Ανήμποροι. Βιαστικοί. Κανείς δεν έμεινε τόσο ώστε να γίνει πολύτιμος. Ήμουν αναίσθητη στο πάτωμα για ώρες. Για μέρες ίσως. Κάποιο πρωί με βρήκανε. Δεν θυμόμουν. Ανέπνεα όπως ψιθυρίζουμε. Ο ψίθυρος, επέστρεφε μέσα στο σώμα μου. Έσπαγε μαλακά στο στήθος. Κύματα. Άκουγα τον αντίλαλο. Για μήνες δεν μπορούσα να μιλήσω αλλά δεν φοβήθηκα. Τίποτα. Τίποτα. Όμως αυτό το τίποτα έγινε θυμός. Και μόνο το θυμό μου εμπιστεύομαι. Το μόνο που με κλόνισε ήταν το φρικιό σου. Αυτό που είδα στα μάτια σου, όταν κοκκίνιζαν οι φλέβες, και το άλλο, το άθλιο, της ψυχής σου. Εγώ τι να φοβηθώ; Τόσα αναμορφωτήρια, φυλακή, κέντρα αποτοξίνωσης. Τώρα, ενώ μιλάω, κλαίω. Δεν το καταλαβαίνω. Οι άλλοι το λένε. Όλους τους ύπνους μου με μάτια ανοιχτά. Κι όταν καταφέρνει να με νικήσει ένας, έρχονται οι εφιάλτες. Μαζί με σένα. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Δεκαπέντε χρόνια το περίμενα σαν δώρο. Έλεγα, όλο και κάποιος άγνωστος θεός θα υπάρχει στον κόσμο να μου το προσφέρει. Να μου το επιστρέψει. Ήθελες να με διαλύσεις. Ήθελες να μη με πιστεύει κανείς. Να μην πιστεύω ούτε εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Να με σκορπίσεις και να με παραλύσεις ήθελες, γι’ αυτό δεν με σκότωσες ενώ θα μπορούσες. Νεκρή δεν θα σ’ εξυπηρετούσα. Ποτέ δεν τελειώνει. Λες και τα είχες προβλέψει όλα. Κάθε λέξη μου και γραφή, κάθε κίνηση και πράξη. Ένα πράγμα μόνο δεν υπολόγισες. Έκανα μόνη μου το χειρότερο κακό στον εαυτό μου. Κάτι που εσύ δεν θα τολμούσες ποτέ. Γι’ αυτό δεν μπόρεσες να προφυλαχτείς. Όλοι κοιτάζουν αυτό που φαίνεται. Μα την αλήθεια τη βλέπεις στα κρυμμένα. Η φρίκη σου έμπαινε μέσα μου και το μόνο που έκανε ήταν να με βρομίζει. Ούτε να με σημαδεύει, ούτε να με φοβίζει. Μόνο βρομιά. Είναι η φύση της τέτοια που πολύ δύσκολα ανιχνεύεται. Σε όσους το εκμυστηρευόμουν νόμιζαν πως εγώ ήμουν η τρελή. Όμως τώρα το τελείωσα. Και σ’ εξέπληξα, έτσι δεν είναι; Όλα τα ανθρωπάκια το ίδιο σκέφτεστε. Βιάζετε και με την ταραχή που προκαλείτε αναβιώνετε μια συνθήκη διαστροφικής εξουσίας. Αντλείτε ηδονή απ’ αυτό. Μα εγώ το έφτασα ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Στο απροχώρητο. Ναι εκεί. Σ’ αυτό το δωμάτιο, στο λιμάνι, σου έσκισα την ψυχή στα δύο. Δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου να σ’ αποδεχτώ. Να κατανοήσω ήθελα. Ξεριζώθηκαν όλα από μέσα σου, η αλήθεια ρούφηξε όλα τα υγρά και τον αέρα απ’ το ψέμα σου. Πνίγηκες μέσα σ’ αυτό. Πνίγηκες μέσα στον εαυτό σου. Τώρα τελείωσε. Μην κλείσεις την πόρτα. Άσε να δουν όλοι τι σόι ψυχή είχες. Τώρα τελείωσα και μπορώ να αφήσω κάποιον να με πλησιάσει. Να ερωτευτώ. Να κοιμηθώ. Να μην είμαι τόσο μόνη. Τόσοι άνθρωποι πέρασαν, τόση αγάπη, τόσα χάδια, φιλιά, αγκαλιές και ποτέ δεν χαμογέλασα.
Απόψε φεύγω από δω. Μ’ εκείνο το καράβι που δεν μπορείς να δεις.
Απόψε όλα είναι εδώ. Τα έχω όλα. Γιατί εγώ τα έχασα.
*Τράνζιτο δωματίου