Πού τραβάει η ζωή πού πηγαίνει ;
Σε μια αιώρα από σύρμα, λικνίζει
αυταπάτες και τις νανουρίζει.
Μια να φεύγει ο καημός μια να μένει.
Από αφρό σε βυθό πάλι πίσω.
Πόσο βάρβαρο ύψος το βάθος,
όλο πέφτω απ’ το ίδιο το λάθος
ώσπου καθετί από μένα πουλήσω
Δεν μου έμεινε σώα αρτηρία.
Εισιτήριο θανάτου η σχίζα.
Λάμπει πρώτη στην γκρίζα μαρκίζα-
σε λιμάνια, σταθμούς, πρακτορεία.
Αν θα ζήσω, θα ζω σε μια υδρία
με φαντάσματα που όλο βουρκώνουν
τις χαρές μου φρικτά εξαργυρώνουν.
Να πεθάνω θα ‘ναι μια σωτηρία…
Πώς ξαπλώνω σ’ αυτό το κρεβάτι.
Τι ζητώ, σε ποιο μέλλον ελπίζω;
Τι από χθες, απ’ το τώρα, ατενίζω,
ποιου σπασμένου εαυτού το κομμάτι ;
Πού πηγαίνει η ζωή μου, πού φεύγει ;
Ποιο της πέρασμα αλλού θα με βγάλει
Στου γκρεμού την ακτή παραζάλη,
του κενού και του απείρου τα ζεύγη.
Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει για μένα
τη ζωή μου αρνιέμαι μονάχη.
Τη ζωή αυτή αρνούμαι από θέση,
γιατί αν είναι πιο κάτω να πέσει
από αλήθεια να είναι- όχι ψέμα.