Φόραγε εκείνο το μαύρο πουκάμισο κι έφευγε.
Και χανόταν για νύχτες ολόκληρες.
Έχανε κι εγώ τον κόσμο.
Τον ομόρφαιναν τα μαύρα βαμβάκια.
Όταν γύριζε πιωμένος ξέσπαγε πάνω της.
Κι έπειτα με χάιδευε και τη φίλαγε.
Γύρισε τώρα οριστικά μετανιωμένος.
Το ίδιο πουκάμισο. Το ίδιο βαμβάκι.
Το ίδιο κλάμα. Το ίδιο φιλί.
Από καπνό και δυόσμο.
Απόψε θα κοιμηθούν στην αυλή που ξεράθηκαν όλα.
Μαζί μ’ αυτά κι οι δυο τους. Μόνο αυτός κι αυτή απομείναμε.
Δεν μπορώ να ξεφύγω από σένα. Ούτε εσύ από μένα.
Πόσο εύκολα χάνουν κι οι λέξεις το νόημά τους.
Απόψε θα κοιμηθούν στην αυλή
κι όταν σταματήσουμε ν’ αναπνέουν
όταν πεθάνουμε μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα
πάλι εσύ το ίδιο θα την κοιτάς
πάλι το ίδιο θα κλαις και θα μου χαμογελάς.
Κι εγώ το ίδιο θα κόβω τον εαυτό μου κομματάκια
και θα τον αφήνω απαλά στα χέρια του.