Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Γιάννης Στίγκας, Η αλητεία του αίματος






 

Η μνήμη είναι μια βαλίτσα
Η λήθη είναι δύο
Να πάρουμε το φως απ’ την αρχή
να δούμε αν επιμένει στο κάρβουνο
Εγώ δεν πείθομαι, βλέπεις,
έχω τόσες φλόγες να συντηρήσω


Φλόγα πρώτη:
Μ’ ακουμπάς
και το αίμα μου ανοίγει μεγάλα μπουμπούκια
Στο τέλος δε θα μείνει χώρος για μένα


Φλόγα δεύτερη:
Να παίζεις με το μηδέν
και να μένεις στον άσο


Φλόγα τρίτη:
Αυτή η ένδεια
του να μη στέκεσαι
των θηρίων ηνίοχος
αλλά και βορά διαδρόμων
Θέλησα το σώμα
στην προέκτασή του σε ήλιο,
τώρα ζητάω απ’ την ποίηση
να μου σπάσει τα χέρια


Φλόγα τέταρτη:
Αυτή που ρίχνω τα σφαγμένα ποιήματα
Αυτή που με περιμένει


Φλόγα Πέμπτη (η επονομαζόμενη και κοινή):


Τρελέ, θα πιάσουμε καμιά πυρκαγιά εδώ μέσα


*
*
*
*


Για τη συλλογή Ισόπαλο Τραύμα, γράφει ο Χρήστος Αγγελάκος
(αναδημοσίευση από τη Νέα Εστία/Μάρτιος 2010)








Εκείνος που είναι αποφασισμένος να εργαστεί
γεννά τον ίδιο του τον πατέρα.

Σέρεν Κίρκεργκωρ



Eν αρχή ην ο γρίφος: Ισόπαλο τραύμα –τυπογραφία φθαρμένη με τη βοήθεια του photoshop και βυθισμένη στο πλακάτο κόκκινο του εξωφύλλου: Τραύμα ισόπαλο με ποιον; Με τι; Ποιος διαιτητεύει; Και το κυριότερο: Σε ποια στιγμή του αγώνα καταγράφεται η ισοπαλία;

Προφανώς ο Στίγκας έχει τις απαντήσεις του. Προφανώς έχω κι εγώ τις δικές μου. Όμως, στο ρινγκ της γραμμένης σελίδας, ο αγώνας ποιητή και αναγνώστη δεν είναι ποτέ ισόπαλος.

Στον “Άγνωστο του εξπρές”, ο Χίτσκοκ μάς αποκάλυψε νωρίς το δολοφόνο: Το μόνο κεφάλι στην κερκίδα των θεατών που έμενε ακίνητο, αδιαφορώντας σε ποια μεριά του τεραίν έπεφτε το μπαλάκι του τένις.

Αυτός που προικίστηκε με την τέχνη του φόνου κοίταζε-μπροστά-κοιτώντας-προς-τα-πίσω. Το ίδιο βλέμμα ανακαλύπτω στα ποιήματα του Στίγκα, σε όλα τα ποιήματα που με κάνουν να ανησυχώ. Αποκλείοντας ό,τι κινείται στην περιφέρεια, το βλέμμα προσηλώνεται στο κέντρο: Πεισματικό. Ελλειπτικό. Ακαριαίο.
Μια φίλη παλιά μού είχε πει, παλιά, πως “ο φόνος ελευθερώνει την ψυχή· το έγκλημα, όχι.” Η επανάληψη του “παλιά” με ξαναστέλνει στον Στίγκα. Στο γενεαλογικό του δέντρο: Μήλα πεσμένα στο χώμα. Κι ένα κίτρο. Στη σκιά του δέντρου, η ανεστραμμένη απόλαυση της ποίησης: Η αγωνία της πτώσης που γίνεται μέθη. Γίνεται αποστολή. Ένα φροϋδικό fort-da. Μια ευφορική περιέργεια· σχεδόν, εξαναγκαστική. Οι άγγελοι της Ρουκ, οι άγγελοι του Ρίλκε, πέφτουν, πέφτουν ασταμάτητα, ενόσω οι δαίμονες κολυμπάνε στον αέρα.

Διάβασα κάπου πως τα τελευταία ποιήματα του Γιάννη Στίγκα είναι ποιήματα ποιητικής. Είναι, ναι –αν πρέπει να ορίσουμε οπωσδήποτε το χώρο. Αρκεί ο χώρος να είναι το δάσος. Να υπάρχουν τα πουλιά του Σαχτούρη. Ένα οποιοδήποτε ποτάμι. Πάγοι της Ανταρκτικής. Το σφουγγάρισμα της κόλασης. Το θαύμα του Λωτρεαμόν. Και αρκεί οι ρίζες να τρέφονται με αίμα.

Ο Γιάννης Στίγκας το ξέρει το αίμα. Κυριολεκτικά, ως γιατρός· κυριολεκτικά, και ως ποιητής. Κυρίως, όμως, μοιάζει να ξέρει καλά πως η δύναμη του τρομακτικού είναι το ίδιο το φυσικό του.

Στο δάσος πάλι. Ο νέος ποιητής –γιατί νέος αποφάσισε να είναι στη συνάντησή του με τους παλαιούς των ημερών- ο νέος ποιητής, λοιπόν, είναι γητεμένος. Αποθησαυρίζει το τρομακτικό. Γεμίζει τις τρύπιες τσέπες του με λέξεις. Άθελά του χαράζει το δρόμο της επιστροφής. Σηκώνει το χέρι. Χτυπάει την πόρτα της γνωστής καλύβας. Περιμένει. Είναι αποφασισμένος να περιμένει. Φιλεύσπλαχνη και κανιβαλική, η γριά μάγισσα θ’ ανοίξει. Από το χώρο του φανταστικού, επιστροφή δεν υπάρχει.

Ξαναγυρίζω στα ποιήματα της συλλογής. Προσπερνάω την πληγή που γράφεται από μέσα, και στέκομαι στη θάλασσα που μας εξαπατά. Καλότυχος ταξιδευτής, σκέφτομαι, ο Καρυωτάκης του Στίγκα. Καλότυχος, και εύστοχος ο πυροβολισμός που δένει στις άκρες του το τραύμα και το θαύμα.

Φυλλομετρώ τις 49 σελίδες: Τρεις ποιητές εν ζωή (Ρουκ, Μαστοράκη, Κοντός). Είκοσι νεκροί (ποιητές λογαριάζω, αυθαίρετα, και τον Πόε και τον Μπόρχες και τον Αλιέντε). Οι δέκα είναι έλληνες· οι δεκατρείς σκορπισμένοι σε χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Όλοι τους μαζεμένοι στο χώρο της αναμονής. Αυτόν που, για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, τον μετονομάσαμε σε “χώρο της ποίησης”.

Στο σημείο αυτό, ένας συνεπής αναγνώστης θα έψαχνε για βιογραφικά στοιχεία: Διπλές χρονολογίες για τους τεθνεώτες (αυτόχειρες και μη). Μονές, για τους ζωντανούς. Εμένα μού αρκούν ένα βαθύ χέρι, ένα κερί που φωτίζει μια σκάλα κι ένα μαγκωμένο κασκόλ.

Λένε πως τα όνειρα συνωστίζονται στον ύπνο, και μόνο το τελευταίο θυμόμαστε. Συνωστίζονται όπως οι επιβάτες στο μετρό, οι ψυχές στ’ αμπάρια, και οι ποιητές στις σελίδες του Στίγκα. Κοιτάζουν τους πίνακες με τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις. Ακουμπάνε τις αποσκευές τους στα τυπογραφικά κενά: από τον ένα στίχο στον άλλο, από το ένα ποίημα στο άλλο. Σηκώνουν το βλέμμα. Αντί για οροφή, τα σύννεφα. Στα βάθη χάσκει η κόλαση. Στο κέντρο, το τραύμα. Και σκάλες πολλές που κατεβαίνουν στα έγκατα του ύπνου. Υποδειγματικά ευρύχωρη η γεωγραφία του Στίγκα.

Ευρύχωρη και ακινητοποιημένη. Με τον τρόπο που ο φωτογραφικός φακός συλλαμβάνει την αποφασιστική στιγμή. Τέτοια στιγμή, κάθε ποιητής εγγράφεται στο χώρο του:
Ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα –την πόλη με το δανεικό κι αγύριστο χαμόγελο.
Ο Τσέλαν στο Σηκουάνα.
Ο Λειβαδίτης στην κόλαση.
Ο Πόε στη Βαλτιμόρη.
Ο Μπόρχες στο λαβύρινθο.
Ο Σαχτούρης στην Ανταρκτική του χεριού του και σ’ έναν παγωμένο ουρανό.
Η Μαστοράκη σε σκάλες που βαθαίνουν.
Ο Ντεσνός στο στρατόπεδο.
Ο Ερνάντεθ στην Ισπανία. Ο Λόρκα πλάι του.
Ο Μαγιακόφσκι στον Κάτω Κόσμο.
Ο Κοντός στα γρανάζια της πόλης.
Ο Λωτρεαμόν στο θαύμα.
Όλοι μαζί σε μια λαβωμένη σωματικότητα· σ’ ένα νοτισμένο ψυχικό τοπίο· στο δίκοπο μαχαίρι του μυαλού.

Κλείνω για λίγο το βιβλίο. Όχι για να πάρω απόσταση από τη φωνή που αρνείται το χρύσωμα, αλλά για να ξαναβρώ τους παλιούς μου συλλογισμούς: Πως η ποίηση είναι η δυνατότητα να μιλάμε με τους νεκρούς όπως δεν μπορούμε να μιλάμε με τους ζωντανούς. Και πως το ποίημα ανοίγεται σ’ εμάς, όταν καταφέρουμε να συνταιριάξουμε την ανάσα μας με τη δική του ανάσα.
Και τους δύο συλλογισμούς, ο Στίγκας τους επιβεβαιώνει, τους διαψεύδει και τους ανατρέπει απρόσμενα.

Επιστρέφω στο Ισόπαλο τραύμα. Από τους δικούς μου δρόμους και πάλι. Το 1982 κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι ένα διήγημα του Μάρκες, τυπωμένο στον πολύγραφο και δεμένο με φτηνό κίτρινο χαρτόνι. Έκδοση πειρατική, από τη Θεσσαλονίκη, λέγαμε, αλλά δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Τίτλος: Ίχνη από το αίμα σου πάνω στο χιόνι.

Η ανάμνηση αυτού του διηγήματος και, κυρίως, του τίτλου με βρήκε τη στιγμή που ζητούσα από τον εαυτό μου να ορίσει το χρόνο –τους χρόνους- της συλλογής. Με δυο λόγια: Το χρόνο του τραύματος. Αλλιώς: Το βάθος της καταγωγής. Πραγματολογικά ζητούσα να δω πού φτάνουν οι ρίζες. Μήπως εκεί που χτυπάει η φλέβα του Ιζιντόρ Ντυκάς;

Τη ζωή την έχω πάρει σαν πληγή, κι έχω απαγορεύσει στην αυτοκτονία να γιατρέψει το τραύμα.

Λωτρεαμόν, Τα άσματα του Μαλντορόρ,
μτφ. Έλλης Νεζερίτη, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1980, σελ. 138.

Ο Στίγκας με επαναφέρει. Μου δείχνει πως ο χρόνος της ποίησης είναι όλοι οι χρόνοι. Όπως ακριβώς και στα όνειρα, όπου η φωνή είναι όλες οι φωνές, το πρόσωπο όλα τα πρόσωπα.

φωνή φωνή σκυτάλη
και ποιος θα τη μαζέψει

Έτσι, ο χρόνος της ποίησης γίνεται χρόνος μιας συνομιλίας. Χρόνος της συνέχειας:

Ντύλαν μου… Νικόλαε… Ισίδωρε…

Ο απόγονος ποιητής νομιμοποιεί αυτή τη συνέχεια και, νομιμοποιώντας ταυτοχρόνως και τις εγκοπές της, βάζει τον Ρεμπώ του να φτύνει τον αυθέντη χρόνο, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής.

Στο photofinish δεν διακρίνεται ο τρόμος, καταλήγει ο Στίγκας. Ο αγώνας δρόμου των ποιητών ακυρώνεται από μια προαναγγελθείσα ισοπαλία. Αν είναι όλοι νικητές, είναι και ηττημένοι. Αποφασίζω να επιστρέψω στον πυρήνα της συλλογής, στο κουκούτσι του χρόνου. Σταματώ στη σελίδα 22, όπου ο νυχτερινός φόβος του Μίλτου Σαχτούρη κατονομάζει την παγωνιά τη μοναξιά το κρύο.

Κι εδώ ο Στίγκας διατυπώνει τη δική του χειρονομία:

Ο ι μ έ ρ ε ς π ε ρ ν ο ύ ν
τ ο χ ι ό ν ι μ έ ν ε ι

Ο Μαλαρμέ έχει δίκιο: Δε χρειάζονται πολλά για ν’ ανταλλάξεις τον ανθρώπινο λόγο. Αρκεί να πάρεις ή να βάλεις στο χέρι του άλλου μια δεκάρα.

Το παραπάνω δίστιχο (της σελίδας 22) υπομένει τους κραδασμούς της τυπογραφικής του αραίωσης και με στρέφει αναπόφευκτα στη διάρκεια: Στη φωνή του ποιητή που… άμα την κόψεις σε μικρά κομμάτια

και τα ρίξεις από ψηλά
έχεις εξομοιώσει απόλυτα το χιόνι.

Δεν μπορώ να δω την πτώση της φωνής -των κομματιών της, έστω- παρά σε ένα βουβό slow motion.

Στο επόμενο καρέ -στο καρέ της λευκής, παγωμένης ερμηνείας- και σε slow motion επίσης: Τα ποιήματα του Ισόπαλου τραύματος απλώνονται όπως τα ίχνη από το αίμα πάνω στο χιόνι της ποίησης.

Η κεντρική αντίθεση της συλλογής οργανώνεται με βάση τον διακριτό χρωματικό κώδικα του κόκκινου και του λευκού. Κόκκινο το εξώφυλλο – λευκές οι σελίδες. Κόκκινο το αίμα – το χιόνι λευκό. Στα κόκκινα το τραύμα και η ζωή. Λευκός ο θάνατος, ο άγγελος (ή μάλλον τα φτερά του), λευκό και το θαύμα.

Γύρω της εξυφαίνονται μια σειρά παρεμφερείς αντίθεσεις: Οριζόντιο-κάθετο, θερμό-ψυχρό, εφήμερο-διηνεκές, λέξη-σιωπή, ορισμένο-άπειρο, πατέρας-γιος· όλες μαζί πλέκουν αδιάκοπα τα νήματά τους, στενεύοντας το χώρο όπου θα στήσει τις παγίδες του ο Στίγκας. Εκεί θα παγιδέψει τους χρόνους της ποίησης· την ευρυχωρία της· την απλωσιά της: Πράξη αναγκαία γι’ αυτόν που τον κινεί η επιθυμία του βάθους. Εκεί, στο λίγο που απομένει, το ποίημα θ’ αρχίσει να σκάβει το χώμα του. Κι εκεί, στο ίδιο σημείο, μπορούμε εντέλει να διακρίνουμε το τραύμα.

Μετά, τι; Κάποιοι θα πουν: η θεραπεία. Και κάποιοι: ένα άλλο τραύμα. Ακόμη πιο βαθύ. Το σίγουρο είναι πως μ’ αυτή τη συλλογή ο Στίγκας διεκδικεί την ποιητική του συνέχεια. Ξεκινώντας από την Αλητεία του αίματος (2004), περνάει στην Όραση [που] θ’ αρχίσει ξανά (2006), και σταθμεύει προσωρινά στο Ισόπαλο τραύμα (2009). Πλούσια παραγωγή, πλούσιο και το κοίτασμα που τον τροφοδοτεί:

Εκείνος που είναι αποφασισμένος να εργαστεί…

…δημιουργεί ένα ζωντανό οργανισμό που αυθαδιάζει και υποκλίνεται. Ένα ποιητικό σώμα που ξερνάει αίματα και γλείφει τις πληγές του. Υποψιασμένο και επ’ αυτοφώρω αθώο. Πυρετικό, εμμονικό, αιμάσσον.

Στο Ισόπαλο τραύμα ο Γιάννης Στίγκας συνομιλεί με τους πατεράδες του. Εξιστορεί τη γενεαλογία του με τον τρόπο που αφηγούμαστε ένα όνειρο, που το ξύπνημα το έσπασε στη μέση. Από αυτή την α-συνέχεια πετιέμαι στην αρχή του κειμένου, όπως πετιέται κανείς απ’ τον ύπνο· ο Κίρκεργωρ επιμένει:

…γεννά τον ίδιο του τον πατέρα.

Είναι άραγε τυχαίο που τη φράση του την ανέσυρα από ένα σωρό παλιές σημειώσεις με θέμα την πατροκτονία;