Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

{13} koiτα εγώ






Σ’ ένα συρτάρι στο κομοδίνο. Για χάρη σου. Ζωντανά όπως την πρώτη στιγμή που μου τα έδωσες. Δεν μου ξαναχάρισες. Γιατί; Δεν ήθελες να τα μισήσω. Έρχεται το αεράκι τους και τρυπώνει στον ύπνο . Γλιστράει από τη χαραμάδα του συρταριού. Επίτηδες το αφήνω λιγάκι ανοιχτό. Εφιάλτες τριαντάφυλλα χαρτιά ανακατεύονται. Ζαλιστική μυρωδιά. Προσπαθώ με άγχος να τα ξεχωρίσω. Προσπάθησα να πεθάνω. Είμαι στον πάτο του πηγαδιού. Αμφιβάλλω αν θα θελήσω ν’ αναρριχηθώ ως το γείσο. Αυτή η μυρωδιά είναι σαν το σχοινί που μου πετάς για ν’ ανέβω. Το νιώθω πως μου ρίχνεις το σχοινί αλλά αυτό αντί να με σώσει με τυλίγει. Άθελά σου, το ξέρω. Το χειρότερο είναι πως στο τέλος θα τυλιχτείς και συ σ’ αυτό και θα βρεθείς δεμένος στο ίδιο μαζί μου και στον πάτο. Παράτα με ήσυχη τώρα. Κουράστηκα να με νοιάζεστε όλοι σας. Άδειασα. Έλα. Πάμε να με σκοτώσεις. Κράτα με ζωντανή. Ήσυχα και γρήγορα. Έχω κιόλας περάσει στην άλλη όχθη. Ούτε εσύ μπορείς να βρεις τρόπο να με φέρεις πίσω. Σε τρόμαξα; Συγνώμη. Σώπα…Κοιμήσου λίγο. Για μένα το θέλω. Συνήθισα εδώ κάτω. Δεν με παραλύει το σκοτεινό νερό όπως εσένα. Να γράψω τώρα τέλος; Κατάντησα αρνητικό του εαυτού μου. Να γράψω τώρα τέλος; Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Τα χαρτιά είναι ξέφραγα οικόπεδα. Αλάνες.
Να γράψω τέλος τώρα;