Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Tίγρεις, Σωτήρης Κακίσης




















από τα δύσκολα, λοιπόν, εγώ, από τα νερά, από τη νύχτα. δεν μπορώ την αγωνία της ησυχίας, το άγχος της χαράς. από τα δύσκολα η ζωή κάτι λέει, την κοιτάω στα μάτια κι εγώ τότε, λέμε ό,τι έχουμε να πούμε οι δυο μας μιαν ώρα αρχύτερα, σήμερ'-αύριο, το πολύ μεθαύριο. βλέπω με τα μάτια μου στα μάτια της καρφωμένα πού το πάει, πού σε πάει. βλέπω υπέροχους κήπους τον έναν μες στον άλλον σαν ταξίδι πολύ μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα, ιδέες μες στις ιδέες μου όλο και πιο όμορφες, κύματα από τη μέση της θάλασσας να κινάνε κατά πάνω μου σαν δελφίνια, σαν χελιδόνια, σαν χελιδονόψαρα. η ζωή τέτοια θέλει: δελφίνια, όχι προσχήματα.


δυο λέξεις ακόμα: το σκέφτηκα. δεν θέλω να μείνω εδώ, δεν θέλω να περπατάω με τα πόδια μου σαν γεφύρι, σαν νησί, σαν νησάκι, προτιμάω να γλιστράω στα σκοτεινά σαν κλέφτης, στων πολυκατοικιών τα πιο άδοξα υπόγεια, στων καυστήρων την επικίνδυνη επανάληψη να υποκύφω, να παραδοθώ. τα πόδια μου δεν είναι για πολλά, για τρεξίματα συνέχεια γύρω από τα τετράγωνα των αδυναμιών, των σχέσεων. τα πόδια μου σαν του Ερμή φυτρώνουν, κάτω απ'το παντελόνι φτερά έχουνε, τίγρεις ουράνιες κρύβουνε. με κάθε τους ρίγα άλλη, με χίλια χρώματα ξαφνικά ευδιάκριτα στη νύχτα μέσα, ορατά κι αόρατα σαν εμένα ακριβώς, σαν τα λόγια μου.