Αντάλλαξε τις υπερωρίες
με την έξαψη των φωνηέντων
Κάποια επιφωνήματα πρόδωσαν
τη δική μου περαστική προσφυγιά
στην παλάμη του
Τέτοιοι βίοι είναι γραμμένοι μέσα στο απόγευμά του
Πείτε του
Αλλοδαπός να περπατά στη μια όχθη του Γκουανταλκιβίρ
Ιθαγενής στην άλλη να οδηγεί το κίτρινο σαν να το διώχνει
σαν να το σπρώχνει στον Καιάδα
Τι να είμαι μέσα στο αίμα του πια;
Μια επαρχία ένα φουγάρο;
Ένα ξωκκλήσι ή σάπιο καϊκι;
Αμέριμνα κρεμαστός σαν κήπος
της Μουτάζα στην πιάτσα των ταξί
έκλαιγε πέθαινε δεν μπορούσε
χαμήλωνε το ραδιόφωνο
να ακούει μέσα από τα παράσιτα
της φωνής του τη θάλασσα
Δεν είχε πατέρα
Δεν είχε άνθρωπο
Κι αν έβρισκε κάπου θεό
αμέσως τον κράταγε από το μπράτσο
τον κράταγε όμηρο στην απληστία
του μαύρου του
που εγώ έφτανα αδιαπραγμάτευτα
χωρίς αιχμαλωσίες
σπουδαία κατεστραμμένη
Σ’ ένα μπορντέλο έλυσε τα μαλλιά του
αυτά πήραν ένα απρόβλεπτο σχήμα
Ξέχασε το πουκάμισό του
Σ’ έναν στρατώνα που έγινα τίποτα
κάποιος νυσταγμένος
με ρώτησε τι θέλω πάλι εκεί αγνοούμενη
στο στρατώνα έγινα τίποτα για να του
θυμίσω πως μια ελπίδα με έπληξε
κατάσαρκα σαν το σπέρμα του
Πείτε του
Ανόητη. Ανόητος.
Πίκρες από τα καμμένα
Λύπες από τα χαμένα
Τι θα κηδέψουμε πάλι απόψε
Στον μπιντέ ξοδέψαμε τόσο καλοκαίρι
Ανήλικα πανιά τα φτιάξαμε λατρείες
Προηγείται με την παράνομη στύση
Ακουλουθώ με τέσσερα πόδια
Στην αγορά των νεκρών σταχυών
Μας έκαναν πλύση οισοφάγου
Πείτε του να λούζεται στον Γκουανταλκιβίρ
Έτσι πείτε του