Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος, τέσσερα ποιήματα






-translation (μέχρις εκεί)-

Πονάω μεταφράσεις
δε μου φτάνουν σημειογραφίες και γλώσσες
Ρίχνω χάρτινες εσπέρες στα σκυλιά
όσο που να τις καταπιούν και γίνουν νύχτες
γρούζουν το πόνημα που ζήτησα
Μα μέχρις εκεί

Ξεβγάζω τα δόντια μου
εμπορεύομαι τις οδύνες που φυτρώνουν στη θέση τους
βαθύχρωμοι βλαστοί φθινοπώρου
ένα δάσος από οξιές που με στριμώχνει στο δωμάτιο
Δε θα πάρει κανείς
Σμάλτινα φαντάσματα δαγκώνουν το πόνημα
που κρατώ στην παλάμη
Μα μέχρις εκεί

Πώς λέγεται η ζωή με τα μάτια
Πλησίασε να σου δω ένα μυστικό
να σου ακούσω τα κλειδιά του επόμενου πόνου
Στο πρώτο πρόσωπο κομπιάζω
πάρε το εγώ να λυθώ στην απορία σου
Μα μέχρις εκεί

Πιο κάτω μυρίζει μπαρούτι στα θεμέλια του κόσμου
εξάλλου δεν ήταν όμορφα
μέχρις εκεί;



 

-μέτωπο-


Με το φως του Ιουνίου στα δάχτυλα
-δέκα άκαπνες κάφτρες-
κεντώ τον ουράνιο θόλο με τα αποτυπώματα της ενοχής μου
αφήνω τα ίχνη μου ομολογώντας την πιο αθώα ιδιοτέλεια
πάνω στο φόρεμα της νύχτας
Όταν αυτή το προβάρει
γλιστρώντας στις νάρκες της όρασής μου,
στα καλοστημένα ύποπτα βλέμματα που καταπίνει
της
πόλης ο θόρυβος,
δέκα διάφανες κλειδαρότρυπες εμφανίζονται πάνω
στο ύφασμα
που αφήνουν κομμάτια της σάρκας μου να διαβούν
στην πρόσκαιρη αθανασία

Ανυποψίαστος
για τον στρατιώτη που στο μέτωπό μου
μετράει τον πυρετό με τις πατούσες του
βαδίζει σε μονοπάτια ιδρώτα αντιληπτά μόνο με γεύσης
αισθητήρια
κολυμπά στις φουρτουνιασμένες ρυτίδες
της απορίας
της άρνησης της σιωπηρής
του θυμού

κρατώ στα χέρια μου ένα κουρελιασμένο ημερολόγιο
πολέμου
που μιλά για κάτι γνώριμες στιγμές αθανασίας
μα φλέγεται πριν καλά-καλά το διαβάσω



-νυχθημερόν-

Ο τριγμός της ξύλινης πόρτας
κι όμως αυτό το σαράκι τρέφεται με δευτερόλεπτα
Ο τριγμός της σιδερένιας σιωπής
κι όμως αυτό το σαράκι τρέφεται με σκουριά

Η συνήχησή τους
ένα ματζόρε που δεν άκουσε ποτέ κανένας μας
Παγιδευμένοι στην ψευδαίσθηση πως εύκολα μπορεί κανείς να
σκοτώσει ένα τόσο δα
σαράκι...



-ο Τζο, το βαγόνι-

Δε γνώριζε κανείς για το φόνο
Το τελευταίο βαγόνι το έλεγαν Τζο
Όση βρωμιά κουβαλούσε στην κοιλιά του
τόση συμπάθεια του είχα
Έβρεχε
γλιστρούσε το κορμί του σε χάδια φθινοπωρινά
δεν ήταν εκεί ο ήλιος να στεγνώνει το χρόνο
Από την πόλη στον κάμπο 17 λεπτά δαμάζοντας το φίδι
στο δέκατο έκτο λεπτό κατέβασα τα παπούτσια μου να συνηθίσουν
τη λάσπη
Κι όμως δεν ήρθαν να με βρουν παρά μόνο τα κορδόνια
όταν φτάσαμε
Έχω να δέσω και να δεθώ το λοιπόν
πριν σημάνει επιστροφή
Πίσω στην πόλη γδαρμένα όνειρα στο ποδόμακτρο
του σταθμού
Ούτε ο Τζο συνήθισε τη λάσπη μα είναι ο μόνος που
γνωρίζει