Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Κέρματα





Τι θες και ρίχνεις το σουγιά σ’ άψυχα δείπνα
αφού το ξέρεις δεν θα υπάρξει ανακωχή
Όσο φωνάζω εγώ το μείνε και το ξύπνα
τα εστιατόρια θα καίνε τη βροχή

Πήγαμε βόλτες σ’αδειανά καφεκοπτεία
Πώς ταξιδεύει στου Λουμίδη ο καπνός!
Αρπάζει τ’ όνειρο απ’ τη μέση, στα Χαυτεία
και το πετάει μες στο εν του μηδενός

Τώρα οι Βέρθεροι κρατάνε τα φραγγέλια
Εγκαινιάζεται ένα κλάμα οριστικό
Κρέμεται η Εδέμ απ’ των δακρύων τα τσιγκέλια
Μένει το θαύμα σαν παιδάκι νηστικό

Ψάρια και λέοντες που γίνανε στιχάκια
στο βάθος τόσων στερεμένων πηγαδιών
Πώς ακουμπάς την ερημιά σου στα παγκάκια
Πώς τη θρηνείς απ’ τον σωρό των σκουπιδιών

Σε μια παλιά συνωμοσία της Τετάρτης
για λίγο δάνεισες στο αγρίμι τα φτερά
Μετά ζητούσες τη βοήθεια της Αστάρτης
να καθαρίσει τη γραφή σου με νερά

Πάψε να ρίχνεις κερματάκια στον νιπτήρα
Δεν θα σου κάνει το χατίρι ο ραβί
Σ’ ένα τραγούδι μ’ αναμμένο αναπτήρα
Φλέγεται ο κόσμος κι ο ψαλμός, Δαυίδ

Εμείς οι δυο που θα βρεθούμε σ’ ένα ποίημα
Εσύ σαρώνοντας κι εγώ για την ταφή
Στίχοι ηττημένοι θα μιλάν με παντομίμα
Σ’ άδεια πλατεία θα σκορπάν τα τιμαλφή

Εσείς οι δυο θα ‘λεγε άλλοτε ο στίχος
Κάποτε αδύναμοι κάποτε δυνατοί
Ήρωες φάλτσοι ίσως πολύτιμοι μα δίχως
εκείνο τ’ όνειρο που θα ‘δειχνε γιατί