Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011












Για νύχτες άκουγα τα έμβολα της μηχανής να διασχίζουν τον παγωμένο αέρα. Η ομίχλη είχε εισδύσει  μέχρι μέσα, στην αποθήκη του λιμανιού, όπου είχαμε κρυφτεί. Αργότερα, στο βαγόνι που μας πήγαινε βόρεια. Ήμουν άυπνη αιώνες. Ήσουν τραγικά ακίνητος. Προσπαθούσαμε να πιούμε από  ένα τσίγκινο δοχείο, νερό. Σταγόνες που το σώμα τις υποδέχονταν σαν αγιασμό. Διαβολικές νύχτες.  Άλλες, πιο πηχτές, το νερό δεν ξεδίψαγε. Γλείφαμε από το  τσιμεντένιο δάπεδο την δηλητηριασμένη υγρασία. Σώματα εξαθλιωμένα. Διάστικτα από πληγές. Στόματα με μολύνσεις. Τότε βγήκαμε ζωντανοί. Από κάποια ανεξήγητη, από κάποια αδιανόητη εύνοια των αστεριών. Είμαστε άυπνοι αιώνες. Ήμασταν αιώνες κωφοί, βουβοί, τυφλοί. Λες και συγκεντρώνονταν πάνω μας η οικουμενική  αναπηρία. Μετά από τα χρόνια των βασανιστηρίων,  απρόσμενα μας δωρήθηκε η ελπίδα. Μια ζωή. Μικρή αλλά κρύσταλλο. Μας παραχωρήθηκε μια αχνά φωτισμένη χαραμάδα απ’ όπου κοιτάξαμε αυτή τη ζωή. Προσηλωμένα. Διακρίναμε την αχτίδα του παραδείσου. Διαλέξαμε να μην πιστέψουμε στην κόλαση όσο κι αν βουίζει ακόμη η φωτιά της στα μάτια μας. Μακάρι να ησυχάσουμε λίγο. Ας χαμογελάσουμε. Θέλει ταπείνωση. Ξέρεις, στα άβατα δεν μπαίνουμε με φόρα.
Ας είμαστε εμείς οι αθώοι. Πιο αθώοι κι από παιδικό πάρτυ.