Ξυπόλητες απορροφούν τους κραδασμούς
των γηπέδων σε ντέρμπι και συναυλίες
Ξυπόλητες αμύνονται στους εξώστες
των θεάτρων
Με μια απάθεια καθηλωτική
στον αντίλαλο των νεκρών
Σφαγμένες από συλλαβικά μάτια
που αναγγέλουν ανήλικες νύχτες
σαν μεταφρασμένες Καρυάτιδες
Ποτίζουν το χώμα
Οδοιπορικά πληρωμένα στα
μάρμαρα
Τα χωρικά ύδατα με υπομνήσεις
προδοσίας
Κάποτε θα προσκυνήσεις το φάσγανο
με θετική θεωρία
με σιγαστήρα στη φρουτιέρα
Και πάλι λοξά ο Νεκράσοφ
«Όλο τα ίδια κοπανώντας: είμαι αδύναμος, δειλός!
Σαν σκλάβος όλη τη ζωή σερνόμουν οικειοθελώς.
Γιατί μέσα μου έχω μίσος ανεξήγητο και φοβερό,
Αλλά όταν αρπάζω το μαχαίρι, νεκρώνει το χέρι...»
θ’αποκαθιστά τα κουρέλια-δέρμα στο παράδοξο
μιας συνθετικής αγιογραφίας
Παναγίες παραδομένες σε στάσιμο γένεσης
εποπτεύουν εξημερώνοντας
την πόρνη του ανάμεσά μας
αφήνοντας διαθήκη
συγγενική της μεταβλητής
ευφάνταστης ελευθερίας
το δράμα της ουτοπίας
που κληρονομήσαμε
Ώσπου μια νύχτα η εγκόσμια μέτρηση
θα στεγνώσει σε εργολαβική μπουγάδα
τα μανταλάκια στενάχωρα αμορτισέρ
ενδεχομένως να γλιστράνε στο ασώματο
των ονομάτων που ζημιώνουν
φρικτές αγίες νεομάρτυρες στα εντευκτήρια