Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Каренина





Ένα απόγευμα κρύο που χιόνιζε ο πατέρας σκότωσε τη μητέρα ,με το  μαχαίρι που είχαμε για τα σφαχτά. Tο είχε κρύψει στις σελίδες του Άννα Καρένινα. Την έκοψε κομμάτια και την πέταξε στο μεγάλο ποτάμι. Ήταν επαναστάτης και το χνώτο του μύριζε βότκα. Εκείνη ήταν από αέρα-μπαλαρίνα. Το τρένο σύριζε στις βαριές ράγες. Η σπονδυλική μου στήλη-ένα κατακόρυφο νήμα ρίγους. Το σώμα μου πονούσε αφόρητα.Φρικτά. Όπως θυμάμαι, είχα να κοιμηθώ δύο βράδια.Ο πατέρας με πήρε να κατεβούμε στο Νότο. Δεν είχαμε τίποτα μαζί μας.Καμία αποσκευή ή ρούχα. Όλη αυτή η εναλλαγή των βαγονιών, στα παλιά ξεχαρβαλωμένα τρένα, στα μάτια μου θα φάνταζε όμορφη περιπέτεια, αν δεν είχε προηγηθεί ο θάνατος. Με άφησε σ’ένα σταθμό και συνέχισε.Έμεινε στα χέρια μου το λευκό μαντίλι της μητέρας.Λερωμένο. Το σήκωσα, το ανέμισα για να του γνέψω αποχαιρετισμό.
Ήμουν δώδεκα ετών. Άλλη ηλικία δεν πέρασε από πάνω μου.