Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010


στον Κ.

Εκείνο το βράδυ περίμενε να τον συναντήσει.έλεγε πως αν δε τον έβρισκε σπίτι του ή στο δρόμο τουλάχιστον να πηγαίνει για τσιγάρα θα πέθαινε.έπρεπε να τον δει οπωσδήποτε όχι γιατί είχε κάτι να του πει.αλλά γιατί αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να είναι μια νέα διάσταση της αγάπης(της) και ζήτημα θανάτου και περισσότερο ζωής.δεν τον βρήκε πουθενά.χτύπαγε τις μαύρες πόρτες του τα κουδούνια του φώναζε.δεν φάνηκε.επέστρεψε το επόμενο βράδυ μισοπεθαμένη γιατί έπρεπε οπωσδήποτε πριν πεθάνει να τον δει για να του θυμίσει τα σχετικά με την καύση της που την απασχολούσαν.ήταν σίγουρη ότι κάπου εκεί κοντά θα πέθαινε.κάτω από ένα δέντρο,όπως οι περισσότεροι.κοίταξε τα χέρια της.έτρεμαν πιο πολύ από ποτέ.σε μια βιτρίνα πρόλαβε να δει πόσο διεσταλμένες ήταν οι κόρες της.τόσο που κάλυπταν όλη την ίριδα.για μια στιγμή της φάνηκε πως παραμιλούσε μέσα από μια γοητευτική σαρκοφάγο.η νύχτα ήταν.τώρα και πάντα.τώρα που είναι αργά λοιπόν είναι νωρίς σε όλες τις θάλασσες του κόσμου παρά τα δυσοίωνα προγνωστικά.με όλα τα όργανα σε στύση.χαμένη στην παραφορά της,παροικούσε στην τρέλα.τι επιτρέπεται μαζί τι όχι.τι αληθέστερα συγκατανεύει στην ενεργητική φωνή.στην παθητική σύνταξη.έτσι κι αλλιώς ή νύχτα πάντα θα θαυματουργεί στα σώματα όταν απελπισμένα και απόντα τάζουν στον Πύθιο Απόλλωνα χορεία φάρμακα περίθαλψη από το Σφυρί των Μαγισσών.σώματα ταγμένα στην υπηρεσία του Αμφιτρύωνα~ανίδεα θύματα θεϊκών μεταμφιέσεων.χωρίζουν τους ανθρώπους φύλλα χαρτιού?μια αλλόκοτη αίσθηση οδύνης στον ύπνο της την απομακρύνει από τις σελίδες.ορκίζεται να μην ξαναπροσπαθήσει για την αγάπη.πρέπει να τελειώνει αυτό το μαρτύριο.άφησε μισοκαπνισμένο το τσιγάρο μισάνοιχτο το συρτάρι.ημίφως.το στομάχι της καίει σαν να κατάπιε μόλις ακουαφόρτε.δίπλα ζαλισμένο ένα έντομο αναποδογυρίζοντας και παλεύοντας για τη ζωή του κρατάει το μυαλό της σε απόσταση αναπνοής από τους νεκρούς



πρέπει να τελειώσω κάποτε αυτό το εκτενές γράμμα που σου γράφω από αιώνες μα κοίτα με κοίτα με εσύ για να μπορώ αρχαίες κρυμμένες αλήθειες να τις ομολογώ πρώτα σε μένα


πλέω πάνω σ’έναν κορμό δροσερό και λείο υπέροχος αλλάζει χρώματα στα νερά έχει μια χαλαρή ρίζα στο βυθό άγκυρα που με λικνίζει εδώ κι εκεί αλλά να φύγω δεν μ’αφήνει πάνω του φυτρώνουν άσπρα νούφαρα και τρέμουν.απατηλά είναι όλα αγάπη μου.γι’αυτό μάλλον εγώ είμαι αυτή που τρέμω.γιατί είναι χρήσιμο να μάθω για όλα?μέσα μου πύκνωσε ο φόβος της γνώσης του καλού.μεγάλωσε μέχρι που ξεχνάω ποια είμαι και μπερδεύομαι.νομίζω πως όλες οι φοβισμένες γυναίκες είμαι εγώ.όλες οι μισότρελες ιέρειες της Νύχτας μπορεί να γίνω εγώ.εκείνη τη νύχτα στ’αλήθεια σ’αναζήτησα όσο δεν έχω γυρέψει άλλο πλάσμα σε καμία ζωή σε άλλο ουρανό και θάλασσα.εκείνη τη νύχτα είπα θα σε περιμένω~χώμα ή στάχτη,αδιάφορο~κι όταν ακόμη δεν σε βρίσκω