Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ'έναν κάλπικο ψεύτη ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ'έναν κάλπικο ψεύτη ξυπνώ μουσκεμένη


είσαι χριστιανός τελικά αφού αντέχεις να συγχωρείς εκείνον μέσα σου που καταστρέφει τις στιγμές μας που καταστρέφει τη ζωή μας καιρός να μαντεύω τα βαριά βράδια μισότρελη επιβάτης διάφανων τρένων μπερδεμένη ανάμεσα σε διαμάντια και κέρματα το σώμα να σπάει διαλύεται όπως το ρόδι όταν το πετάς με δύναμη στο πιο σκληρό και κρύο μάρμαρο ~το νοτίζει~ μέσα από τρυφερά μακό να μετράω τα πλακάκια της κουζίνας καταπίνοντας παυσίλυπα να βάζω πλυντήριο να παρακολουθώ σχολαστικά τις στροφές υποχόνδρια πώς γυρίζουν όλα τα ρούχα μέσα στην κοιλιά του-ίλιγγος-έπειτα
να ξύνω τα βινύλια με τα νύχια μήπως παίξουν τραγούδια που δεν μιλάνε για χωρισμό αφόρητα να με νικάει ο πόνος κι εσύ να ζητάς τα σημάδια απ’τα καρφιά ίσα που προλαβαίνω με τέρμα γκάζι το απροχώρητο τέρμινο από το θαμπό παραθυράκι να δω τη λύκαινα να θηλάζει κάτω από τη λεύκα
το μικρό δράκο να τον κρατάει αγκαλιά –πίσω να βουίζουν οι σκευωρίες των αναμονών κι εγώ να έχω άγρια μεσάνυχτα επιμένοντας στην αγάπη διεκδικώντας τη σιωπή-κι από το βάρος του στήθους της εκείνος να γέρνει αποκοιμισμένος ανύποπτος στην αγκαλιά του Κρόνου μια ανάλγητη σχεδόν στυγνή επιδεξιότητα να καταπίνεις δηλητήρια με ευχάριστη διάθεση γιατί όταν μου στήνεις ενέδρες εφαρμόζω τις οχυρώσεις κι ενέσεις δεν υπάρχουν Οθέλλο για τις δολοφονίες μόνο η αφθονία του ψεύτικου με συνεφέρνει το αχθοφορικό σύμπλεγμα με τα πειράματα τις δραχμές τις πλαστογραφήσεις η υπεραιμία μου με ζαλίζει τόσο που επεκτείνοντας τη γραμμή σε μια μυθικά πιο σπαρακτική φλέβα θα υποστώ την άμεμπτο κρύπτη αναβάλλοντας τα ποτίσματα καταργώντας άπαξ τη χριστιανική ευλάβεια γιατί θέλω να ζήσω απόλυτα τίποτα άλλο