Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

η Ουρά του Δράκου





Ακόμη σε θυμάμαι στον τοίχο της μάντρας να καπνίζεις κρυφά απ’τον πατέρα σου.και να θέλεις το τσιγάρο όπως οι φυλακισμένοι.με μανία κάπνιζες και ρούφαγες όλο τον καπνό για να φτάσει ως το τέρμα των σπλάχνων σου.και τον ήθελες τον καπνό σαν τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου.το’θελες σαν τις σταγόνες νερού στην έρημο μετά από χρόνια δίψας οδοιπορίας και μοναξιάς.[διακρίνοντας ίσως τις φέξεις της στην υδρία του μέλλοντος]



Μέχρι και τότε που ο πατέρας σου ήταν πεθαμένος και θαμμένος εσύ κάπνιζες κρυφά.


Μα είχες κάτι φτιαγμένο από φτερά και τον ίσκιο τους.από πολλή αγάπη αγάπη μου πυρκαγιά.αγάπη μου θάλασσα αλμύρα και μεσημέρια στον ήλιο.


[Σήμερα έκανα όλα αυτά που οι προληπτικοί φοβούνται.Πέρασα από ένα γραφείο τελετών μπήκα και ζήτησα τάχα μια πληροφορία.Πήρα αγκαλιά μια μαύρη γάτα που νιαούριζε επιθετικά στην αρχή μετά από πολλά χάδια ηρέμησε.Βημάτισα κάτω από μια σκάλα.Μπήκα σε μια εκκλησία-ομολογώ πως έχω χρόνια να μπω και με τρόμαξε το περιβάλλον.Είχε πολυκοσμία και συνωστισμό αγίων.Αυτό το έκανα μόνο και μόνο για να δω έναν παπά,για να εξηγούμαι σοβαρά.Φυσικά πέρασα την πόρτα του σπιτιού μου με το αριστερό πόδι,κατά την πρώτη του έτους]

Ως τώρα τον βλέπω ξανά στη μάντρα να καπνίζει κρυφά.Μοιάζει με όραμα και εικόνισμα.Σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει γύρω μας.Όλες οι προλήψεις έχουν αντικαταστήσει άριστα τους φόβους.Τίποτα δεν συμβαίνει αληθινά καλό αληθινά κακό.Κι ο πατέρας του λέει να φεύγει με καράβια κι ας είναι τόσα χρόνια πεθαμένος.αγάπη μου πώς να σε ξεχάσω εγώ που πλέεις μέσα μου.είμαι ο ασκός και το λάθος σου.δες…τόσα σου λέω και συ στέκεσαι όρθιος ακίνητος και καπνίζεις σαν να κάνεις φόνο.με διαλύει η αγάπη σου αγάπη μου και καταπίνω χαλίκια και μέδουσες.τα σπερματοζωάριά σου οι μαργαρίτες τα χαμομήλια σου έτσι σαν άγκυρες που πέφτουν με δύναμη μέσα μου με διαλύουν.να!γιατί θάλασσα με είπες και πρέπει να γίνονται όλα αυτά που γίνονται στις θάλασσες και στους βυθούς τους.κι οι ναυτικοί και τα ναυάγια…ναι και οι καταβυθίσεις πρέπει να γίνονται.και τα μάτια σου που καπνίζουν κι αυτά με δένουν στους κάβους των φλεβών σου και πλέω κι εγώ σαν καραβάκι που έχει αφές και οράσεις και γεύσεις.να! όλα έχουν γίνει στη θάλασσά μου.η θάλασσα στα τοπία των ισημερινών αφρίζει.η νύχτα συχνά συμβαίνει στη θάλασσα με κύματα. Με νήματα στις πόλεις.στα πρακτορεία.στους κόμπους τους.σκοντάφτω τυφλή πάνω στους ισημερινούς σου.αγάπη μου από νερό κι αέρα.μπερδεύομαι που καπνίζεις κρυφά.μα είναι σαν να τ’αγιάζει όλα ο κρυφός καπνός σου.και τις αμαρτίες ακόμη.στον ύπνο και στα όνειρα στον ξύπνιο.μας φοράει φωτοστέφανο.τον αποστηθίζω για να σου λέω ψέματα κι αλήθειες από ψευδαισθήσεις φτιαγμένες.από παραισθήσεις παραδομένες άγριες τρυφερές.άσπρες και μαύρες σαν σπάνιες τουλίπες.έτσι να χορτάσεις αλήθειες και όχι μάγια ν’αντηχούν και να σε σέρνουν ως το χαμό σου καπνίζοντας.και να μη σημαίνουν.τίποτα να μη σημαίνουν.απλώς να παίρνουν ονόματα αστερισμών.Πλειάδες.Ωρίωνες.Αφροδίτες.Ήλιοι.Κρόνοι.Σκήτες.Αγκάθια.Ασφαλτος.με πλησιάζουν τα καραβάνια του καπνού.τα κλείνω μέσα.στο στομάχι μου.σαν θεούς σε έκσταση.για να σ’έχω πάντα με κάποιο τρόπο.ναι.εσύ που καπνίζεις με μανία κρυφά.για να σου λέω και να σου γράφω.για να σου φανερώνομαι και να σου κρύβομαι.γιατί το πρόσωπό σου είναι δροσερό και μισό ποίημα.γιατί το πρόσωπό σου,ατελές με κομματιάζει.με διαιρεί ο καπνός.ναι γι’αυτό έχω τις αστραπές και τα φονικά μαύρα αστέρια μέσα στο στομάχι μου.για να σε αντιμετωπίζω σαν να σ’αγαπάω.και να σε ταϊζω και να σε σφάζω και να σε ενσαρκώνω.να σκύβω σε σένα και να σου δίνω τρεις μορφές.για σένα που καπνίζεις όλα.μέχρι και οι κρυφές ετερωνυμίες.και μπορώ να διαβάζω στην παλάμη σου τα ποιήματα πριν τις εκβολές των γραμμών σημαδεμένα.γιατί έξω από σένα είμαι πλανόδια και περιπλανιέμαι στα αξεδιάλυτα μηδέν των δαχτυλίων των δορυφόρων.


μετά χάθηκες.για πάντα.κι ήσουν πάνω στο σχοινί με το τσιγάρο στο στόμα.τα μάτια μου έψαχναν χρόνια κάτι άλλο να κοιτάξουν κι έβλεπαν εσένα με τη θηλιά περασμένη στο λαιμό να καπνίζεις ασάλευτος.και δεν μπορούν να κοιτάξουν τίποτα άλλο πια.μόνο το βικτωριανό πένθος σου.και σκέφτομαι δεν είναι τυχαίο που το μέλαν είναι και η Ουρά του Δράκοντα και η Κεφαλή του…