άκουγα κι εγώ τον συναγερμό
σειρήνα ασθενοφόρου
περιοδικά έσβηνε άναβε
φώτιζε χανόταν
κι ας έσφιγγε μαύρα η
κορδέλα τα μάτια
υπογράμμιζε στον ύπνο μου
τα χυδαία και μπορεί να
μ’έπιαναν κλάματα-δεν θυμάμαι
έφευγε όμως μαλακά
ερχόταν απομακρυνόταν
όπως το κύμα που
χτυπάει την άμμο
και αποτραβιέται
η κορυφή του
και βουλιάζει
στη χοάνη του νερού
σαν θάλασσα που
συναντάει τη στεριά
και τη βρίσκει με
παράξενους τρόπους
ή ποτέ δεν την αγαπάει
αν ποτέ δεν την αγαπάει
τότε γιατί όλη η θάλασσα
πρώτη ξεκινάει
να συναντήσει τη στεριά?