Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

αγάπες που μ'ανάθρεψαν ή αηδόνι στην κερασιά




ψευδωνυμικές ανταρσίες καλοί κακοί κλώνοι άρρωστοι θεραπευμένοι γιατροί και ασθενείς ποιητές και κατατρεγμένοι αποκηρυγμένοι διανοούμενοι κλοσάρ βλάκες και μπρουτάλ σεξιστές ηδονιστές απόμαχοι και επιδειξιομανείς μοντέλα απογοητευμένοι "ντεμέκ" σύσσωμοι στη χώρα των ερεθισμών τους που είναι κοινή χαρίζουν τραγούδια λογάκια αστραφτερά δεν σωπαίνουν ποτέ κι εγώ το μόνο που θέλω για το μόνο που παλεύω είναι να καταφέρω να γράψω κάποτε αυτό που δεν μπορώ να καταγράψω κάποτε κάτι που η χρήση του δεν θ’αλλάζει με το όνομα που κάθε φορά του προσδίδουν να κοιμούνται οι άνθρωποι ήρεμα διαβάζοντάς το και γω ήρεμα να ξαγρυπνώ και να το γράφω να μελαγχολώ και νοσταλγώντας να ζω περισσότερο εκείνους που αγάπησα πολύ-«αηδόνια στην κερασιά»- ας τους ζω στα αίματα τα πρώτα σε ύποπτα σεντόνια εγώ θα ξέρω ξέρω πως είναι για μένα για να μη λυθούν ποτέ τ’άσπρα μάγια εκείνους που από παλιά αγαπούσα και «μ’ανάθρεψαν» σ’εκείνους που από παλιά αγαπούσα ποτέ δεν χάρισα ένα τέλος το τέλος που όφειλα όμως όταν κοιμούνται εγώ βγαίνω στους δρόμους και ξαγρυπνώ για χάρη τους παίρνω τον ηλεκτρικό και φτάνω στον Πειραιά από κει στο Πέραμα με το λεωφορείο πριν χαράξει-είναι άδειο και κουδουνίζει σαν καμπανάκι πρωτοχρονιάς σήμα κινδύνου χωρίς την έξοδο-κοιτάζω την Ψυτάλλεια και την παρακμή κι εκεί ανασταίνονται φίδια καλά και αρκούδες χορεύτριες από επιλογή και περνούν από μπροστά μου ψιθυρίζοντας τραγούδια εκλύουν όλη την αγάπη από το ανάστημα των πόρων τους είναι τότε πιο πολύ που θέλω να φτιάξω τον κήπο από διαφορετικούς χρόνους να τα βάλω όλα μέσα σ’αυτόν τα τραγούδια τα ποιήματα τις εποχές των ερώτων των σωμάτων κυρίως τις νύχτες των καλοκαιριών χημικές αισθήσεις εκκρίσεις όσους αγάπησα πολύ με τρόπο απόλυτο στην παρουσία και στην απουσία τους αντέχω γιατί μαζί τους ανακάλυψα από την αρχή το τρυφερό άγριο σώμα τόσο αποκλειστικό τόσο απόλυτο σαν δαχτυλικό αποτύπωμα και τον κόσμο άλυτο με ακούνε λοιπόν γιατί τους αφήνω ώρες ήμερου ύπνου κι ας με θέλουν σκοτωμένη όταν μου γράφουν τα σονέτα της πυρκαγιάς όταν δαμάζω τα ξενύχτια μου με λέξεις δεν ξέρω τι μπορεί να είμαι εγώ αλλά δυο λεπτά να βρω το μολύβι μου και να γράψω ότι βουλιάζω και δεν τους αντέχω τους ψεύτικους γιατί τους λείπει το ρήμα κι όμως δεν σωπαίνουν ποτέ