Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

"μπαλάντες για φόνους"


Για νύχτες άκουγα τα έμβολα της μηχανής να διασχίζουν τον παγωμένο αέρα. Η ομίχλη είχε εισδύσει μέχρι μέσα,στην αποθήκη του λιμανιού,όπου είχαμε κρυφτεί. Αργότερα, στο βαγόνι που μας πήγαινε βόρεια. Παγωνιά. Ήσουν άυπνος αιώνες. Ήμουν τραγικά ακίνητη. Προσπαθούσαμε να πιούμε από ένα τσίγκινο δοχείο, νερό. Σταγόνες που το σώμα τις υποδέχονταν σαν αγιασμό. Διαβολικές νύχτες. Άλλες,πιο πηχτές, το νερό δεν ξεδίψαγε. Γλείφαμε από το τσιμεντένιο δάπεδο την δηλητηριασμένη υγρασία. Σώματα εξαθλιωμένα. Διάστικτα από πληγές. Στόματα με μολύνσεις. Τότε βγήκαμε ζωντανοί. Από κάποια ανεξήγητη,από κάποια αδιανόητη εύνοια των αστερισμών. Είμαστε άυπνοι αιώνες. Είμαστε αιώνες κωφοί,βουβοί,τυφλοί. Λες και συγκεντρώνεται πάνω μας η οικουμενική αναπηρία.



Μετά από τα χρόνια των βασανιστηρίων απρόσμενα μας δωρήθηκε η ελπίδα. Μια ζωή.Μικρή αλλά κρύσταλλο. Μας παραχωρήθηκε μια αχνά φωτισμένη χαραμάδα απ’όπου κοιτάξαμε αυτή τη ζωή. Προσηλωμένα. Διακρίνεται η αχτίδα του παραδείσου. Το σημείο της φυγής μας από τη φυλακή. Θα συναντηθούμε στην πύλη. Διαλέξαμε να μην πιστέψουμε στην κόλαση όσο κι αν βουίζει ακόμη η φωτιά της στα μάτια μας. Ας ησυχάζαμε λίγο. Ας χαμογελούσαμε. Θέλει ταπείνωση.Ξέρεις,στα άβατα δεν μπαίνουμε με φόρα. Απολαμβάνουμε δίχως να βιάζουμε ψυχές. Κι αυτό είναι μια παράδοξη λύτρωση..