Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

ΤοcLiEhA


H γη θα στάζει ανάποδα νερό θαλασσινό. Ανάγλυφες οι σταγόνες τον ουρανό θα τσακίσουν σαν χαρτάκι. Διπλωμένο.Να φτάσει ως μέσα το νερό. Στο σπίτι και στο κορμί. Να πλημμυρίσω αλάτι καθαρό. Θαλασσί. Να μην χρειαστείς το κλειδί που ήταν κρεμασμένο στην πλάτη μου. Σιγά και το θησαυρό που έψαχνες τόσο καιρό. Τίποτα δεν ξεκλείδωνε μ’αυτό. Ένα ψέμα ήταν. Ξέρω πως θα μου δέσεις τα χέρια και τους αστραγάλους, όπως έδεσες με κλωστή ασημιά και το φεγγάρι. Θα φιμώσεις και τις φλέβες μου. Αλλά έχω την ελπίδα πως δε θα τα καταφέρεις. Γι’αυτό μετά θα παίξουμε κρυφτό. Εγώ θα είμαι πλάτη γυρισμένη σε σένα, οκλαδόν στο χορτάρι.Θα κλείσω τα μάτια με τις παλάμες μου. Εσύ λίγα μόνο μέτρα πιο πίσω, ανεβασμένος στα καλώδια της ΔΕΗ, θα λες πως είσαι ακροβάτης και θα έχεις τα χέρια ανοιχτά για να ισορροπείς. Αλλά και για να δηλώνεις την χαρά της ανοιχτής αγκαλιάς. Η καλύτερη κρυψώνα για να μη σε βρω ποτέ. Θα γίνω πάλι από τις τούφες του καπνού και στις απολήξεις των άκρων μου, θα σχηματιστούν ρευστά ψάρια. Μπορεί και πουλιά. Κάθε άκρο κι ένα δέντρο. Πολύκλωνο. Μηλιά μπορεί. Αλλά θα είναι αδύνατον να διακρίνεις αν οι κόκκινοι καρποί που έχουν πέσει κάτω απ’αυτά θα είναι μήλα ή ντομάτες. Πάντως θα μπορούν να τυλιχτούν σε εφημερίδα όπως στα παλιά παντοπωλεία τα παστά ψάρια. Θα μπορούν να μπουν σε σακούλες για να μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο της αυτό-διάψευσής τους. Αφού ξεκρεμάσεις και το καρφί από την πλάτη μου-πάνω στο οποίο ήταν κρεμασμένο το κλειδί-εκεί,θα μείνει μια τρύπα μαύρη αλλά μισοφωτισμένη. Αν σκεφτείς να κοιτάξεις μέσα της, θα δεις στο βάθος αχνά γραμμένο αυτό: he me PTB BO MHE KAK B ThoBb me Kak B ΤΟΠΟP TO cLiEhA.Mετά θα κρυφτώ εγώ, χωρίς απαραίτητα να σ’έχω βρει στο πρώτο στάδιο. Θα ξαπλώσω σ’ένα κρεβάτι σιδερένιο λευκό, που κάποιος θα το έχει τοποθετήσει στη μέση του δάσους. Θα κρατώ αγκαλιά έναν πετεινό κι έναν μετρονόμο. Για ν’αναγνωρίζεται η αιχμαλωσία της προδοσίας. Στο τέλος του δάσους υπάρχει ανεμόμυλος. Δεν έχει θεμέλια. Δεν πατάει στο έδαφος. Τα πτερύγια είναι σαπισμένα και χαλασμένα. Ξύλα σκέτα,σακατεμένα από τον αέρα και τη βροχή. Εμένα,όταν, και αν, με προσέξεις στον ίδιο δρόμο, προσπέρασέ με και συ προχώρησε. Σε κάποιο δέντρο που θα πρέπει να ψάξεις να το βρεις μόνος σου, έχω αφήσει ένα καταπράσινο ανοιξιάτικο φύλλο κι έχω κάτι χαράξει στο φλοιό του. Μια λέξη. Μόνο. Μία. Μόλις βρεις το δέντρο και το φύλλο, αμέσως στην πλάτη μου, δεξιά κι αριστερά της σπονδυλικής στήλης, θα εμφανιστούν δύο βαθιές σχισμές. Τότε μπορεί ναποφασίσεις ότι θες να κατοικείς ανάμεσα στα μαλλιά μου. Τότε μπορεί ν’ανεβείς τη σκάλα τους που βγάζει στο μήλο. Θα δεις το αναποδογυρισμένο 18. Αν μοιραστούμε επιτέλους το δέντρο με τις πεταλούδες και τα πουλιά και τα μήλα. Όταν γυρίσουν τα φτερά του ανεμόμυλου με μεγάλη ταχύτητα από άγρια φυσήματα του ανέμου, και προλάβεις και κοιτάξεις την ίδια στιγμή, θα δεις πώς σχηματίζουν τον ιστό της αράχνης. Θα φιλήσω το μετρονόμο και θα καταλάβεις τα ρυθμικά χτυπήματα των μυστηρίων και των μυστικών. Μπορεί να πατάω ακίνητη πάνω σε ασπρόμαυρα τοπία. Μπορεί δίπλα μου και κάτω από τα πόδια μου να περνάει το ποντίκι με το καπέλο. Αλλά έχεις την άκρη μου. Άρχισε να με ξετυλίγεις. Το πρώτο που θα δεις θα είναι να παίζω βιολί με δεμένα χέρια και μάτια τυφλά, ξαπλωμένη στο ανοιξιάτικο γρασίδι. Θα δεις το άσπρο πέπλο πάνω στα χαρτιά. Θα δεις πως μπορώ και στο κλαδί ν’ακροβατήσω αρκεί να κρατώ μια ομπρέλα στο αριστερό χέρι. Θα δεις το κόκκινο φόρεμα πώς απλώνει σαν νούφαρο τεράστιο πάνω στα ήρεμα νερά του Νείλου. Μπορεί να μη μ’έχεις βρει ακόμη αλλά θα δεις πως έχω αντί για πόδια θάλασσα, αντί για πλάτη,ιστίο, και στο κατάρτι για πυξίδα,το ψάρι. Ήξερες εσύ πως πάνω στην παλάμη σου ήταν γραμμένα όλα χιαστί? Και η αλυσίδα και το δέντρο, και το ψάρι,το κατάρτι το καράβι? Το ήξερες? Κι εγώ.Σε όλες τις μορφές που μου έδωσες και τις αφομοίωσα. Το ήξερες? Ήξερες πως πάνω στο στήθος μου ήταν χαραγμένο το αναλόγιο της Άνοιξης? Το ήξερες? Ήξερες πως κρατούσαμε ανάποδα το ρολόι? Πως κάθε μέρα στη σκάλα που βγάζει στο μήλο, εκεί που μου άφηνες το μπουκάλι με τα δυο λουλούδια, εγώ σου άφηνα το γράμμα του αλφαβήτου το πιο φοβισμένο? Ναι,κάθε μέρα στο άφηνα, στο ίδιο σημείο. Ναι, κάθε φορά, κάθε νύχτα, το ίδιο φοβισμένο γράμμα. Πως στην έρημο που συναντηθήκαμε σέρναμε πίσω μας τις ίδιες αυταπάτες χωρίς πυξίδα? Δίπλα στο τηλέφωνο θα βρεις ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Γράψε ή σκίτσαρε. Μην σπάσεις το μολύβι. Μη σκίσεις το χαρτί. Αποφάσισέ το γρήγορα. Γιατί σε λίγο θα φυτρώσουν τέσσερα χέρια πάνω μου. Με τα δύο θα σε χαϊδεύω και θα σε νανουρίζω. Με τα άλλα δύο θα σου ρίχνω γροθιές στα μάτια. Μη βάλεις το κεφάλι σου στο μαύρο κουτί. Τέλος το παιχνίδι με τη στρουθοκάμηλο. Βγες και δες. Έστω αντίστροφα. Δες με. Έστω και μέσα από το δίχτυ. Γιατί σήμερα φύτρωσα διπλή.Μία υπάρχω στο δείκτη σου και μία στον αντίχειρά σου.Λερναία. Και με τέσσερα χέρια. Δηλαδή οχτώ. Εγώ είμαι και στις δύο ρίζες.Αλλά δεν μπορώ να είμαι μόνο μία. Και τα κρατώ και τα 8 μαχαίρια. Και όχι από τη λαβή. Από τη λάμα τα κρατώ. Και θα τα κρατώ κι όταν θα χορέψουμε το στροβιλιστικό ζαλιστικό βαλσάκι του 9.