Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

οι κρατούμενοι


Τις Κυριακές η γιαγιά μου μ΄έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε στην παλιά εκκλησία του χωριού.Πολύ όμορφη εκκλησία, πέτρινη και χαμηλή,κτισμένη επί Τουρκοκρατίας. Δίπλα της περνούσε το μικρό ποτάμι. Κυλούσε πάντα ήρεμο και γαλήνιο το νερό του. Συχνά, ο φλοίσβος του ανακατευόταν με τις ψαλμωδίες. Μ’έβγαζε από την πραγματικότητα και με μετέφερε σ’ένα όνειρο με αγγέλους,αγίους και παραδείσους σαν λούνα παρκ και παιδική χαρά.

Η γιαγιά μου ήταν πολύ θρήσκα. Πίστευε στο Θεό πολύ δυνατά και σε μερικούς αγίους ακόμη πιο βαθιά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άγιος Χαράλαμπος, τον οποίο ισχυριζόταν ότι έβλεπε συχνά, με λευκό μανδύα και ολοζώντανο μέσα στον ναό του.Ειδικά, κάποια απογεύματα που πήγαινε ν’ ανάψει το καντηλάκι στον τάφο του παππού μου, της μιλούσε και την καλησπέριζε ευγενικά. Γενικώς, τα λέγανε οι δυο τους για ανέμους και ύδατα.

Οι Κυριακές για μένα είχαν μια πολύ ειδική προετοιμασία. Ιεροτελεστία.Ξυπνούσα με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας και περίμενα να με ετοιμάσει η γιαγιά μου. Να μου πλύνει το πρόσωπο, να μου πλέξει τα μαλλιά, να μου φορέσει τα καλά μαύρα λουστρίνια και να μου βάλει το κολαριστό φόρεμα με τα ροζ φιογκάκια και τους λευκούς γιακάδες, περνώντας πάντα από το λαιμό μου το βαφτιστικό μου ολόχρυσο σταυρουδάκι.

Εκείνη ξύπναγε πολύ νωρίτερα, από τις πέντε παρά αχάραγα. Το’χε τάμα να μην κάνει καμιά δουλειά την Κυριακή, παρά μόνο σηκωνόταν νωρίς και ζύμωνε τα καθιερωμένα σμυρνέικα κεφτεδάκια της, τα μυρωδάτα, με δυόσμο που έκοβε κατευθείαν από τον κήπο και μοσχοβολούσε ολόκληρη όταν ερχόταν να με σκεπάσει γιατί συνήθως μου γλίστραγε η κουβέρτα.

Τους κεφτέδες τους τηγάνιζε μετά τη Λειτουργία και μυροβολούσε όλη η γειτονιά γιατί η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του χωριού και ολόκληρου του κόσμου.
Μετά πλενόταν, έπιανε κότσο τα μακριά λευκά μαλλιά της και φόραγε την καλή της φορεσιά. Γαντζωνόμουν από το ζεστό της χέρι και την ανάσα της που μύριζαν και τα δύο δυόσμο, και παίρναμε τον κυριακάτικο δρόμο μας για την εκκλησία.Πιο πολύ το έκανα για να την ευχαριστήσω-πάντα καμάρωνε που βαδίζαμε οι δυο μας πιασμένες απ'το χέρι- αλλά και για να τέρψω κάποιες από τις δικές μου αισθήσεις, όπως εκείνη που περιέγραψα πριν με το γλυκό τραγούδισμα του ποταμού, των ψαλτάδων και του θροϊσματος των φύλλων των πλατανιών, αλλά και για κάτι ακόμα. Για τη στιγμή που ο παπάς έβγαινε με το μύρο και ράντιζε τους πιστούς. Ορκίζομαι πως αυτό το μύρο, γλύκαινε και ημέρευε τόσο πολύ την ψυχή μου, όσο και η γεύση από το γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο που έφτιαχνε η γιαγιά μου κάθε Απρίλη από τις εκατόφυλλες και πιο φουντωτές τριανταφυλλιές της, ίσως και λίγο περισσότερο…
Περίμενα και τη στιγμή του αντίδωρου. Ο επίτροπος στο παγκάρι, έπαιρνε πάντα περισσότερα από ένα αντίδωρα, και μου τα έβαζε κρυφά στις τσέπες, άλλα στη χούφτα, γιατί με συμπαθούσε.
Μόνο μια σκιά βάρυνε αυτή την κατάνυξη: οι φυλακισμένοι.
Το χωριό μου είχε αγροτικές φυλακές. Κάθε Κυριακή, οι τρόφιμοι της φυλακής,εκκλησιάζονταν σ’αυτή, τη μοναδική εκκλησία του χωριού, ντυμένοι με γκρίζες στολές εργασίας και παρατεταγμένοι σε σειρές, στο πίσω πίσω μέρος του ναού, πιο υπερυψωμένο, που τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας λειτουργούσε ως γυναικωνίτης. Έμεναν εκεί, ακίνητοι, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά, για όση ώρα διαρκούσε η Κυριακάτικη Λειτουργία.Στέκονταν τόσο ακίνητοι, τόσο ασάλευτοι, σαν μαρμαρωμένοι βασιλιάδες. Πολλές φορές μάλιστα μου φαινόταν ότι δεν ανοιγόκλειναν ούτε τα βλέφαρά τους. Σαν κάποιος να τους τα έραβε πρωί πρωί, πολύ κοντά στα φρύδια. Ή σαν να είχαν πάρει κάποια διαταγή που,αν την παρέβαιναν, θα επέφερε βαριά τιμωρία.
Κι άλλες φορές μου φαινόταν πως είχαν κλάψει τόσο πολύ όλο το βράδυ, αφού τα μάτια τους ήταν κουρασμένα και βαθιά,με μαύρους κύκλους, κατακόκκινα όπως των βρικολάκων, έτοιμα να στάξουν σταγόνες το αίμα τους.
Όσες Κυριακές κοινωνούσαν,παρατάσσονταν ο ένας πίσω από τον άλλον, ξέχωρα από τους υπόλοιπους πιστούς, κι έφτιαχναν μια μακριά αράδα σαν ουρά δεινόσαυρου, μέχρι να φτάσουν στο κόκκινο πανί και στο χέρι του ιερέα και να γευτούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνουν «καλύτεροι άνθρωποι».
Ποτέ μου δεν το πίστεψα αυτό. Μου φαινόταν απάτη και υποκρισία πως κάποιος γίνεται καλύτερος άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή θα καταπιεί μια γουλιά μαυροδάφνης και ένα ψίχουλο «λειτουργίας». Μακάρι, εδώ που τα λέμε, να ήταν τόσο απλή κι εύκολη αυτή η διαδικασία.Αυτά τα πράγματα όμως, έχω την εντύπωση, ότι δε γίνονται ούτε τόσο εύκολα, ούτε τόσο ανώδυνα. Δεν μπορείς με μια μεταλαβιά,και με μια εξομολόγηση προηγουμένως, ν’ αναληφθείς στην εξαίσια βασιλεία των ουρανών…Να την κερδίσεις
Σίγουρα είναι κάτι πιο δύσκολο, πιο περίπλοκο και πιο χρονοβόρο αυτό.
Όσο κι αν αγαπούσα την Κυριακή στην εκκλησία, δεν μπόρεσα ποτέ ή σχεδόν ποτέ, να συμφιλιωθώ μ’ αυτήν την εικόνα των κρατουμένων.Όχι γιατί φοβόμουν. Ιδίως γιατί με πλάκωνε ένα στενάχωρο βάρος στο στήθος από την υποσυνείδητη αίσθηση του εγκλεισμού τους. Αυτή δε συμβάδιζε στο ελάχιστο με την άλλη αίσθησή μου,την ευχάριστη και ήμερη. Ήταν δε, τόσο μεγάλη αυτή η αντίθεση, αυτή η διάσταση των δύο αισθήσεων, που όσο κι αν προσπαθούσα με το παιδικό μου μυαλό, να τις φέρω κοντά, να τις φιλιώσω, οι προσπάθειές μου αποτύγχαναν και μέσα μου άπλωνε και διογκωνόταν αυτή η διαφορά κι αυτό ήταν κάτι που μ’ έκανε να νιώθω και άβολα και ίσως μου προξενούσε και κάποια απροσδιόριστη κι αδιευκρίνιστη ενοχή…
Οι κρατούμενοι έμοιαζαν πάντα σαν ξεφλουδισμένοι. Κάθε Κυριακή, ακόμα πιο ξεφλουδισμένοι. Σαν να τους έλειπαν κομμάτια δέρματος και σάρκας, σε άλλους, σαν να έλειπαν δόντια, σε άλλους μαλλιά, σε άλλους τα μάτια. Και τα χέρια τους κρεμασμένα,ασάλευτα, σαν καρφωμένα σίδερα.Τα χείλια τους σφραγισμένα σαν κλειστά ψαλίδια.Στην αρχή και όσο περνούσε η ώρα της Λειτουργίας, γύριζα και τους έριχνα κλεφτές ματιές, λαθραίες, κυρίως την ώρα που η γιαγιά μου έσκυβε στα γόνατά της για να κάνει μετάνοιες- μια και είχα πάρει σαφέστατες και ρητές οδηγίες από κείνη, να μη γυρίζω να τους κοιτάζω γιατί είναι αδιάκριτο και δεν είναι καθόλου σωστό. Την «έκλεψα», πολλές φορές τη γιαγιά μου, σ’ αυτό το «παιχνίδι». Κι εκείνη το καταλάβαινε, ήμουν σίγουρη, αλλά ποτέ δεν με μάλωνε.Γύριζα λοιπόν και τους κοίταζα, όχι τόσο από περιέργεια, όσο από διάφορες απορίες που κάθε τόσο επωάζονταν στο παιδικό μου κεφάλι.

Υπήρχαν στιγμές, που όλο αυτό το γκρίζο από τις πανομοιότυπες στολές τους, απ'τα χνώτα τους μπορεί,μαζεύονταν, μαζεύονταν, και γίνονταν ένα πράγμα, ένα γκρίζο, μια μάζα, μια μεγάλη και σκοτεινή και φαιή σπηλιά, ένα τεράστιο στόμιο, που ρούφαγε και τον παφλασμό του ποταμού και τις ψαλμωδίες και τον ήχο από τις καμπάνες, τα ρούφαγε όλα, ρούφαγε και το «κακό και το δαιμονισμένο» και το ξέρναγε σαν φωτιά και χιόνι μαζί και σαν λάβα και σαν χειρότερο κακό…

Τότε πραγματικά φοβόμουν, έτρεμα κι έσφιγγα πιο πολύ το χέρι της γιαγιάς μου. Η παλάμη μου ίδρωνε, κι εκείνη έβγαζε από την τσέπη της το λευκό κεντημένο μαντηλάκι και σκούπιζε τον ιδρώτα μου στο πρόσωπο,στα χέρια, και μου έδινε κι ένα φιλί στο μέτωπο. Όταν συνέβαινε αυτό, ποτέ δεν γύριζα ξανά το βλέμμα μου πίσω. Αντίθετα, κοιτούσα ίσια μπροστά και δίπλα από τον ιερέα που στεκόταν αγέρωχος στην Ωραία Πύλη, και κάρφωνα τα μάτια μου, στην εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους.
Κρυφά τον ικέτευα,να σταματήσει αυτό το μαρτύριο της παραίσθησής μου…Και σταματούσε…Από τότε πίστευα κι εγώ περισσότερο σ’αυτή την δυναμική αγιοσύνη και μεγαλοψυχία του συγκεκριμένου αγίου…

Ποτέ δεν αντιπάθησα ούτε μίσησα κανέναν από τους κρατούμενους. Μόνο που το πρόσωπό τους, κάποτε, φάνταζε περισσότερο σκούρο από το κανονικό. Περισσότερο μαύρο. Σαν να είχαν τρίψει σ’ αυτό κάρβουνο.
Ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι αν γύριζα να κοιτάξω τα πόδια τους-κάτι που ποτέ παρά την παρακινδυνευμένη τόλμη και την παιδική μου αφέλεια, δεν κατάφερα να πράξω- ότι θα ήταν δεμένοι με βαριές αλυσίδες κατέργων και από κει θα έσερναν σιδερένιες μπάλες. Αυτό το είχα διαβάσει και δει και στο σινεμά, και στους « Άθλιους» και στις « Μεγάλες Προσδοκίες».
Περίμενα με λαχτάρα τη στιγμή που ο παπάς θα έβγαινε με το μπακιρένιο μπουκαλάκι του μύρου και θα μας ράντιζε με τις ευδαιμονικές του σταγόνες. Και στάλα στάλα, τριαντάφυλλο, γιασεμί και φρέζες και γαζίες, θα έπεφταν λίγο λίγο και στην δική μου καρδιά, να τη μαλακώσουν. Να ευφράνουν την ψυχή μου. Τότε, έστρεφα το κεφάλι μου ολόκληρο και καθόλου διστακτικά και τους χαμογελούσα και μου χαμογελούσαν κι αυτοί. Κι ένιωθα τόσο μεγάλη ανακούφιση, ικανοποίηση και περηφάνια από αυτή τη μυστική μας συνεννόηση! Σαν να είχαμε βρει μεταξύ μας έναν κρυφό κώδικα επικοινωνίας που δεν χρειαζόταν ούτε λόγια ούτε χειρονομίες παρά μόνο αυτά τα βλέμματα τα ραντισμένα από τις μαγικές και εξιλαστήριες σταγόνες του «αγιασμένου μύρου»…
Αυτό-τι κρίμα!- δεν κρατούσε για πάντα, γιατί την επόμενη Κυριακή, έπρεπε πάλι να περιμένω την ώρα του « ραντίσματος», για να καταλαγιάσει αυτό το τρέμουλο και το ρίγος το εσωτερικό, να πάψει να με ταλανίζει αυτή η αίσθηση, για να αρχίσω να χαμογελώ απαλλαγμένη από αυτήν την παράξενη θηλιά…

Μερικές Κυριακές, τόσο δεν άντεχα να περιμένω την ώρα του μύρου, που προφασιζόμουν πονόκοιλο, δεν σηκωνόμουν από το κρεβάτι, η γιαγιά μου μάλλον καταλάβαινε και δεν επέμενε ποτέ. Μου έφτιαχνε μόνο ένα ζεστό χαμομήλι και μου το έφερνε στο κρεβάτι και μετά έφευγε για την εκκλησία μόνη της. Την περίμενα εναγωνίως να γυρίσει, να τη ρωτήσω, μήπως έγινε κάτι διαφορετικό, κάτι παράδοξο, μήπως κάτι άλλαξε από όσα ήξερα. Τίποτα, μου αποκρινόταν, όλα συνηθισμένα και μου χάιδευε τα μαλλιά.

Εκείνο που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ και πάντα το ανασύρω σαν ανάμνηση με την ίδια ένταση, στο αίσθημα και στις λεπτομέρειές του, είναι τα βράδια της Ανάστασης. Πώς έκαναν τότε, Θεούλη μου, οι κρατούμενοι! Όταν άκουγαν το « Χριστός Ανέστη», και χτυπούσαν δυνατά και χαρμόσυνα οι καμπάνες, κι έσκαγαν εδώ κι εκεί στον ουρανό τα πυροτεχνήματα, αγκαλιάζονταν, έδιναν σταυρωτά φιλιά και γελούσαν,γελούσαν σαν μικρά παιδιά. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν, γίνονταν φωτεινά, σχεδόν διάφανα! Τα μάτια τους ήταν πεντακάθαρα και ξάστερα και αστραποβολούσαν σαν να τα είχε ξεπλύνει μια πολύ δυνατή ανοιξιάτικη μπόρα. Ποτέ δεν τους έβλεπα τόσο χαρούμενους κι ευτυχισμένους, ποτέ ποτέ ,καμιά Κυριακή του χρόνου, παρά μόνο τα βράδια των Αναστάσεων!Γελούσαν γελούσαν δυνατά και μετέδιδαν αυτό το γέλιο σε όλους τους πιστούς και τότε γελούσαμε όλοι μαζί, με την πιο μεγάλη χαρά του κόσμου και την πιο αισιόδοξη ελπίδα, πως όλοι κάποτε θα «αναστηθούμε», πως όλοι κάποτε θα ζήσουμε ελεύθεροι, χωρίς δεσμά, ζυγούς και τυραννίες, που κρατούν την ψυχή και το μυαλό μας φυλακισμένα και δεν τ’ αφήνουν να πετάξουν…Και όλους μας ένωνε αυτό το « Χριστός Ανέστη», σαν σπίθα, σαν φλόγα που ανάβλυζε από τον εσωτερικό ουρανό μας, αδέσμευτη και ανέβαινε πιο ψηλά και πιο ψηλά, μέχρι που έφτανε σε κάποιο θεό, που μας συγχωρούσε κρίματα και αμαρτίες και μικρότητες, και μας παρέδιδε εξαγνισμένους και καθαρούς στον πιο παιδικό του παράδεισο…


Λευκό μου γιασεμί
λόγια:Μιχάλης Γκανάς
μουσική:Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
ερμηνεία:Έλλη Πασπαλά