Κυριακή 5 Απριλίου 2009

"μην πνίγεις τα θαύματα σε μια γουλιά νερό"


τα βράδια σιωπούν
τα ψέματα βρυχώνται
όλη τη μέρα

χ2 επειδή το αλλάξατε
σε

τα βράδια μιλούν
αλήθειες ενώ παίζουν
όλη τη ζωή


Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή να μονομαχήσω με περίπλοκα μορφώματα του μυαλού μου. Τα ενοχικά ανακλαστικά μου δεν επιτρέπουν παρεκκλίσεις. Πληθωρικές αιχμές έχει η Άνοιξη. Τις κραταιότερες, στις σκέψεις τις αφήνει. «Όποιος την Άνοιξη στα μάτια την κοιτά/κι όποιος δεν πρόλαβε να πέσει στη φωτιά της/κι έκανε λάθη όπως λεν ιστορικά/κρατάει μόνο την κομμένη φορεσιά της/ψάχνει ένα ξύλινο αλογάκι ν’ανεβεί /και μία λίμνη παγωμένη να χορέψει/γιατί τα λόγια του δεν είναι προσευχή/κι από τις στάχτες δεν μπορεί να δραπετεύσει.»

Εκεί προσλαμβάνουν χαρακτήρα εμφιλοχωρούντος-παραπληγικού- παραληρήματος. Τραχύτητα και ταχύτητα εκκρηκτικής διάδοσης σε όλα τα κύτταρα. Πυρετός ιώδης. Με δυναμική επεκτατικότητα. Εις μάτην παλεύω ν’αποτρέψω τη δραματική πομπή γκροτέσκ φαντασμάτων. Υποχρεώνομαι να παραβιάζω τη συνθήκη της λογικής και ώριμης σκέψης για να εισέλθω στην άβυσσο των εγκλημάτων αναπαράστασης. Στο πλέγμα αυτού του φαιού πένθους γίνεται ακόμη πιο ανθεκτικός, πιο βίαιος, πιο αλλόκοτος ο πόλεμος μαζί τους,ακόμη πιο δύσθυμη η επιθετικότητά μου. Επειδή αδημονώ για μεγάλες θερμοκρασίες, ενώ είμαι καθηλωμένη σ’ένα παγωμένο δέντρο.

Επιθυμώ με τη διαδικασία της σαμσάρα, σιγανά, αργά να βγω. Πορεία ψυχής που αναγενάται. Αγνοώ αν απελευθερώνεται από τα δεσμά προηγούμενων πράξεων.Σε σκήτη πάντως, σοβώ, επωμιζόμενη τα μαρτύρια του Ταντάλου-τεκμαρτόν της ίδιας υπαιτιότητας. «Ας μείνει μόνο το φεγγάρι στην ορχήστρα/και μεθυσμένο από τον πόνο να με δει/που θα περνάω τη ζωή μου σε μια ξύστρα/για να τραβήξω την πιο μαύρη μου γραμμή».
Μισώ ό,τι με αναγκάζει σε σύμβαση αορίστου χρόνου, και με υποχρεώνει να υποστώ-χωρίς διαζεύξεις-σχέσεις υπαλληλίας. «Να μου θυμίζουν ότι είμαι εγκλωβισμένος/μέσα σε ψέματα που γίνανε θεσμοί/να ειρωνεύονται πως ζω ευτυχισμένος/κι άλλος στη θέση μου έχει θυσιαστεί». Ευτυχώς, ο δεσμός μου με το νερό είναι φορτωμένος με συμπλέγματα που δεν αδρανούν ποτέ. Ο άνεμος δεν αστειεύεται με τις εικόνες που τραυλίζουν παραληρηματικούς μονολόγους.
Ευτυχώς, είμαι άδοξη επίγονος συντριμμού. Η ακαταλληλότερη και η αναρμοδιότερη για συνδιαλέξεις με παλιά είδωλα και αντικατοπτρισμούς μάταιου χρίσματος. Λίγο πριν εξαντληθούν οι αντοχές μου-και δεν είναι αυτές που μου παρέχουν το σωστικό μέσο-συλλέγω λάγνα τα ψιθυρίσματα. Για τη συγκομιδή των ελάχιστων κερδισμένων.

Ποιος ξέρει αν θα’ναι ο θεός ή ο δαίμων με το μέρος μου. Στο πλευρό μου. Λέω τι είμαι τώρα. Γλάρος. Αλλόκοτο ψυχάρι σε ακρογιαλιά που τη δέρνουν κύματα αφηνιασμένα. Χελιδόνι που απίστησε στον αποδημητισμό του. Στη μονήρη φωλιά του χτυπά ο παλμός σαν καταδίκη. Αμετάβλητος. Ξέρω να περιμένω με τη διαστροφή του ενστίκτου που υπόσχεται τη μέγιστη παραμυθία του παραμυθιού. Επομένως, καταφάσκω όχι μόνο με ορμή αλλά και με απληστία σε τολμηρές δοκιμασίες.

Αισθησιακό στέλεχος άνθους που φύεται στο κέντρο μιας μοναχικής και μανιασμένης σελίδας, οργανώνοντας μακρινές,παραπλανητικές,καλοκαιρινές ιδέες. «…και μένει πάντα ένα παιδί μοναχικό/που δεν μοιράστηκε κρυψώνες και παιχνίδια/και πριονίζει ένα χάρτινο ουρανό/κάνει τα λόγια του ξυράφια και λεπίδια/πού να μας παν τα λόγια/της νύχτας τα γλιστρήματα…»

Όλα αυτά,επειδή αδημονώ για τροπικές θερμοκρασίες ενώ τα καρφιά στο παγωμένο διάτρητο δέντρο, φουσκώνουν πλημμυρίδα τις πληγές στη ρίζα.

Μη φεύγεις μη φύγεις
λόγια:Λίνα Νικολακοπούλου
μουσική:Νίκος Κυπουργός
ερμηνεία:Ελευθερία Αρβανιτάκη