Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

στυλίτης

Με τη μοίρα του αν γεννήθηκε μαζί, δεν είναι εφημερότητα. Μέχρι τώρα αμφισβητούσα επίμονα κι επώδυνα την ανάδυσή του. Αλλά εσύ, από στοά φωτός, εκτυφλωτικά σβήνεις τα προηγούμενα τοπία μνήμης. Είναι οριακή η εποχή και η περιοχή που μου φτιάχνεις να ζήσω. Αποπειρώμαι να κρατηθώ απ’ό,τι κουβαλώ και ό,τι με κουβαλά μέσα του. Πεδία κερδισμένα –από έρωτα-που εξασφαλίζεις την πόρευσή τους από εμάς μαζί.Ασκητείες που οι άλλοι έχουν λησμονήσει. Γιατί παραδίνονται σε ανελέητες ανάγκες. Μου δίνεις ξανά τη χαμένη στιγμή. Την ανάσα την ουρανική. Και τις τέσσερις μέρες-που λείπεις- εσωτερικά τις βιώνω. Όλες θα έχουν υπάρξει και θα υπάρχουν στο αφρό του μέλλοντος.Δε θα λείπει ούτε μία.Ούτε δευτερόλεπτο. Και σε νερά αόρατα αλλά φωτεινά. Ας επιβραδύνω τον παράδεισο. Ας ταχύνω τη σκέψη. Η αναμονή διακοσμεί το χάος μου και η προσμονή παράγει τη μαγεία του μυστηρίου. Μυστήριο ικανό να ξυπνήσει τη στίλβη της Χαράς. Να στεγάσει τα συνθλιμμένα μου όνειρα. Να μεγαλώσει τη θάλασσα.Να προσδώσει καθαρότητα στα λόγια, διαύγεια στους στίχους. Περίσσεψα από μια αφαίρεση.Μια νοσταλγία ήταν.«Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύ άνεμο για να μεγαλώσω»-Μικρός Ναυτίλος. Οι άλλοι λεηλατούσαν το πρόσωπο. Κακοποιούσαν τις ραγισματιές. Να μη χαθείς. Να μη χαθώ. Από τα κεραυνοβολημένα σου μάτια. Απολογούμαι. Και γίναμε ταινία λευκόμαυρη.Εξουθενωμένη από τις αστραπές σου. Είναι καλά. Δεν με καταπιέζει κανένα αδιέξοδο. Ό,τι ζητώ, γνωρίζω πως τραυματίζεται στο δικό σου απώτατο έρημο βάθος. Όχι αβοήθητο. Μα θα το μπορέσω το ως εκεί σου. Σαν περίλυπος άγγελος μου γνέφεις ν’αρνηθώ την εγκόσμια περιπέτεια. Τη θαμβωτική κι ασήμαντη εξόντωση. Να την καταργήσω. Οι άλλοι αγνοούσαν τους φόβους μου και τους αποχαιρέτησα. Μετατοπίστηκα στη νύχτα του φεγγαριού. Τώρα το φως σου μπαίνει από παντού, ρευστό. Αέρας. Φωτιά. Δροσιά. Στο δωμάτιο, όπου ξαπλώνω, κάτω απ’τα σεντόνια μου, στο ποτήρι μου,στον καθρέφτη μας.Εγείρει τους ισημερινούς και χορεύουν μέσα μου. Τα τηλεφωνήματα και τα γράμματα είναι η άλλη άκρη της ερημιάς. Ευτυχώς ελικτικής. Ο κόσμος είναι ωραίος όταν είσαι δίπλα μου. Ο κόσμος είναι ωραίος γιατί η μυρωδιά σου είναι το δειλινό της Άνοιξης.Φεγγοβόλα κρατώ την εικόνα σου. Τη φιλάω και με φυλάει. Σαν αρχαίο θραύσμα ονείρου που, από τύχη και σημασία, το κρατώ στα χέρια μου. Η συντέλειά του σκορπίζεται στα λόγια της απελπισίας. Έκρηξη. Απειλή. Συντριβή αναπόδεικτων. Ορίζεις τους κεραυνούς που πέφτουν πάνω μου. Είναι η δική μας ιστορία. Η κρυστάλλινη πηγή της μουσικής σου. Θα σβήνω. Θ’ανάβω για σένα. Μαρμαράς και Βόσπορος που μέσα τους κολυμπούν οι ψίθυροι της προφητείας σου.Πρόσφυγες τα νήματα που μας κρατούν στην Έφεσο. Στην Πέργαμο. Ακοίμητη ρίζα μου ιωνική. Όλο το θρήνο που κρατάς στο βάθος σου, άφησέ με να τον πραϋνω. Γεμάτος αντηχήσεις είσαι. Και μαζί είμαστε η συμμετοχή στο αιώνιο. Όραση και αφή και γεύση. Γέφυρα του Γαλατά. Πού θα πάμε άραγε μαζί? Πού θα φτάσουμε? Αναπότρεπτα στη μαγνητική σου ματιά. Επάλληλα. Τα κρύσταλλα του βυθού σου.Άφθαρτος σαν βιωμένη κι ανέγγιχτη μέσα μου κερύθρα. Ο διχασμός ήταν αδηφάγα παμφάγος. Τον εκδικούμαι χωρίς να το θέλω. Γιατί τώρα δε με νοιάζει να εκδικηθώ. Τώρα έχω μόνο για σένα, νου και ψυχή.Της θάλασσας οι βράχοι αν είμαι, είσαι η Ανατολή που συνορεύω και με προεκτείνει με πλαταίνει. Μια μ’αγαπάει μακριά, μια με μισεί κοντά στις πηγές των ονείρων.Εκμηδενίζεις τα όρια του χρόνου. Τους τρόμους μου. Αλήθειες πανάκριβες. Αναντικατάστατες. Έχουμε το στυλίτη της αγάπης, τις κατακόρυφες στιγμές να μας κάνει Ένα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου, το βουτάς στη δική σου αθωότητα. Κι όπως τεντώνεις τα δάχτυλα να το βυθίσεις πιο μέσα, λες πως αισθάνεσαι τη ροϊκή ηδύτητα που απλώνεται στα κύτταρά μου. Αβάσταχτο χοϊκό φιλί.Θρυμματίζεται στα χείλια. Θα λιώσουν τρυφερά τα λόγια. Προσδοκίες που τρέμουν. Είσαι με τους μοναχικούς. Μην το ξαναπείς. Σε πιστεύω. Τα ακουστικά μαστίζουν την ηρεμία μας. Μέσα κι έξω από μας. Επάρκεια η ρίζα. Που θα σημάνει η καμπάνα τα γεράνια και θα τα δούμε με μια όραση μυστική. Σηματωροί. Περιπλανώμενοι δραπετεύουμε σε μετόπες και στήλες ραγισμένες. Συμπαντικές αλήθειες. Κάθετα αναιρώντας. Μαγνητίζεις την εγχαραγμένη ζωή. Ασήμαντη ήταν η ζωή πριν από σένα. Δεν το ήξερα. Η απόσταση των δαχτύλων από τα μαλλιά μου. Επικαλούμενη το αμόλυντο,το αθώο,το εύθραυστο ρίγος σου ως την καταστροφή. Επικαλούμενη την τραυματισμένη θυσία από το υπερβατικό σου βλέμμα. Να οραματιστώ την πτώση μας απ’τον Κήπο και την επιστροφή μας σ’αυτού την πυκνότητα της αβύσσου. Πρωινή ομορφιά απ’το θαλασσινό αεράκι- σου αρέσει το βουνό πιο πολύ. Οι ώρες μας ακατάλληλες σαν ταινία ενοχής. Αγαθότητα και λύπη στα μάτια σου. Σχεδόν μια μαγική μορφή. Πράγματα όμορφα κι αστραπιαία. Εμβόλιμα ,λες, στις δύσκολες ώρες μας. Οι δύσκολες ώρες μας οι πανάκριβες. Και οι συνειρμοί σου. Στην άλλη διάσταση υπολογίζουν. Γαντζωμένη πάνω σου μπορώ τη ζωή που θέλω. Και δεν μπορώ τη ζωή που μπορώ. Παραλογισμός στα θεμέλια του ουρανού και της θάλασσας. Να γελάσω ή να κλάψω? Παράνομοι εραστές. Φωτογραφίες και αλληλογραφία. Χαμογελώ. Σιωπηλέ μου κι ανέφικτε προστάτη της πιο όμορφης ζωής μου. Μη μ’εγκαταλείψεις στη γη. Μαζί σου να με παίρνεις στα ψηλά τα μέρη. Και την εξάγνιση να κάνω δυνατή δίπλα σου που περπάτησα και κάπνισα και δε δείλιασα ν’αγαπήσω. Στη διάφλογη αυτή βόλτα-αναμμένοι σαν αστέρια- φέγγεις και φεύγεις. Όταν θα δύει ο ήλιος θα πίνω το νερό όπως κάνω τις Μεγάλες Παρασκευές. Ένθεες παρασκευές. Διαβάσεις και λαμπάδες να καούν για το Αδύνατο. Σαιξπήρεια, στοχαστικά κι ονειροπόλα ν’αγγίζω το χέρι της άλλης ζωής. Το χέρι σου. Και το θαμμένο θεό που σιγά σιγά ξυπνάει. Τώρα θάβεται ο ήχος ο άδειος. Τις μέρες της απουσίας σου,της οδύνης τις μέρες, τις αιμοχαρείς, η φωνή σου,προάγγελος φέρνει τα μηνύματα του ερχομού σου. Είσαι έγινες το χώμα και η πατρίδα μου,η μόνη και μοναδική. Όταν φεύγεις παίρνε με μαζί για να μην ξεριζώνομαι. Μυητική γεύση από το φιλί, αυτή η φευγαλέα ευτυχία του κήπου. Ο μυστικός πόρος,ο κυματισμένος πόντος για το αιώνιο. Για να σπείρει τη χαρά και ν’ανθίσει η γεύση, απορρίπτοντας κάθε εικασία. Να θερίσει κάθε ένδεια, εκπεσμό κάθε συγκεχυμένο πέπλο. Και να μείνει η αγάπη άχραντη, έμπλεη από οράματα. Να ξυπνήσω πρωί, έχω το νου μου, να σου μιλήσω, να φτιάξουμε μαζί καφέ,να μιλάμε ώρες. Να τραγουδάμε τον άνεμο, σε μια ιστορία εγκλήματος. Κυνηγημένοι να κρυφτούμε. Για να μη μας βρουν ποτέ στα μάτια και στο στόμα δηλητηριώδεις ουσίες που διαχέονται από πικρά δαφνόφυλλα.Στην παλάμη σου που βλασταίνουν τα μικρότερα ξωτικά θα ζήσω. Μια εφήμερη αιωνιότητα, ανυπεράσπιστη φωλιά τριών ημερών. Διαπλασμένη, ακριτική και μεθόρια. Το δάσος που σκότωνα μέσα μου ήταν. Το δάσος που με γεννά είναι μέσα σου.

«Πάνω στα ματόκλαδά σου ζει/στυλίτης ξεχασμένος/πάνω στα ματόκλαδα/εσύ είσαι ανεβασμένος/παίζεις λαούτο με φτερό/κι εγώ τα μάτια κλείνω/γλιστράς από τα βλέφαρα/και στην καρδιά σ’αφήνω»