Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

υπάρχουν μαύρα ψάρια


Θα σου πω μια ιστορία γι’αυτούς που κλείνονται μέσα σε όστρακα και λένε πως ζούνε ζωή.
Για την ασφυκτική ψυχή τους που έχει την πίεση σφιγμένης βρύσης. Που έχουν τόση ανάσα όση ακριβώς χρειάζεται για να μην πεθάνουν. Που το πρόσωπό τους παρασύρεται στο βάθος της θάλασσας. Κατεστραμμένο πρόσωπο που επινοεί μόνο δήθεν διλήμματα. Το νερό δεν το λένε νερό, μα υγρό, κι εκεί πλέουν ή βυθίζονται. Απλώς πλέουν ή βυθίζονται και μόνο αυτό. Θεωρούν τα αισθήματα ιδιοκτησία τους, αλλά ιδιοκτησία κενή εφόσον αισθήματα δεν έχουν. Εκεί παραμορφώνουν τη χαρά και τη λύπη. Αυθαίρετα τα ονομάζουν ζωτικά κύτταρα ευαισθησίας. Οι άκρες τους, όταν ελάχιστα τις ανασηκώνει ένας ελαφρύς αέρας,μοιάζουν με κουρελάκια που έχουν περάσει από χιλιάδες χέρια. Παριστάνουν τους εκλεκτικούς παρατηρητές ενώ βρίσκονται αποκλεισμένοι στο όστρακό τους. Και αν μπορούσαν θα διέσπαζαν, θα διέλυαν, θ’αφαιρούσαν χρόνο.Θιασώτες μιας ζαρωμένης υποζωής. Τους συμπονώ. Άξιοι για οίκτο κι επιείκεια.Όπως και τ’αδέξια άψυχα. Κι αυτή είναι ανεπιφύλακτη αίσθηση. Και δε θα θέσω σε λειτουργία τον άτεγκτο αυτοπεριορισμό μου αυτή τη φορά. Όσο κι αν με προκαλούν με μεθόδους του συρμού. Κοίτα τι δείχνει το γκρο πλαν,χωρίς ιδιότροπους ελιγμούς. Εξίσωση που συμβολίζει την αλληλεπίδραση. Ας πούμε στο Ναζαρέν του Μπουνιουέλ: στη μέση του δρόμου ένα παιδί βαδίζει κατευθείαν προς το φακό, σέρνοντας πίσω του ένα άσπρο, εκτυφλωτικά άσπρο σεντόνι. Το ίδιο παιδί θα μπορούσε να σέρνει πίσω του ένα άστρο εκτυφλωτικό που ν’άπλωνε σαν σεντόνι. Ή θα απηχούσε το ένα το άλλο. Μπορεί ν’αντιδικούσαν. Ή το σεντόνι να σκέπαζε το άστρο. Ή πώς θα το έβλεπε ο Μπρεσόν, ο Μιζογκούτσι, ο Ντοβζένκο, ο Παρατζάνοφ, ο Κασσαβέτης, η Σίρλεϊ Κλαρκ, ο Ζαν Ρους…Σκεφτείτε…όχι στιγμές καθηλωμένες. Αχρονικά σημεία μόνο. Κακοφωτισμένα αλλά που έχουν να πουν σε όσους έχουν να κοιτάξουν και να δουν. Κάτι απροσδιόριστα ωραίο και συγχρόνως αποκρουστικό. Σχεδόν διαβολικό. Κάτι που χωρίζοντάς το στα συστατικά του μέρη, θα μπορούσε να είναι, γοητεία, εκφυλισμός ή δυνατότητα συνδιαλλαγής με το άπειρο. Κάτι που θα μπορούσε να επιδέχεται τις πιο αντιφατικές ερμηνείες. Κάτι ούτε υπερβολικά σαφές, ούτε εύκολο. Όπως το Μάκβεθ του Κουροσάβα. Που να επαρκεί στο χρόνο που επιταχύνεται ή επιβραδύνεται ανάλογα με την αγωνία μας.Φέρ’τε στο μυαλό σας τα σεκάνς. Μια αλληλουχία πλάνων με απροκατάληπτη φανερή διχοτομία. Με μονίμως μεταβαλλόμενες εκδοχές. Με ελεγειακή θλίψη. Να βοούν την ενέργεια. Μια ένταση διαπεραστική. Τόσο που ποτέ να μην ψύχεται το νόημα. Να μη χρειαστεί ποτέ να κρύψεις την αλήθεια. Δεν είμαι σεμνή. Μιλώ για πράγματα αγαπημένα και μισημένα. Που φλογίστηκαν από το ίδιο πάθος. Και τώρα στον αέρα παρτιτούρες από χρώματα και αλλόκοτες γραμμές. Ο κυνισμός προφανής. Την ώρα που αποχωρίζεσαι οριστικά την αθωότητά σου. Κι εκβιάζεις τα δάκρυα ενώ δε σ’ενοχλεί καθόλου ο αποχωρισμός.Η ζωή που πνίγεται ή καίγεται από στιγμή σε στιγμή σαν ελαττωματικό φιλμ. Μπορώ ν’ακουμπήσω τα χείλια μου στις πληγές σου,που δεν τις καταλαβαίνεις γιατί είναι αόρατες. Πυορροούσες ωστόσο.Η μικροανάσα σου με μουδιάζει. Είναι αυτή που ενοχοποιεί τη δική σου αλλά και τη δική μου ύπαρξη. Είμαι το χρυσόψαρο. Αλλά σε λίμνη δε ζω. Γιατί μου έφυγε το χρυσό κι έμεινε το μαύρο. Πολύ περισσότερο σε γυάλα. Την ώρα που μιλάω μ’έναν αδιανόητο θεό. Τόσο ανεπαίσθητο και δειλό που θα περνούσε και από την κλειδαρότρυπα. Και η μνήμη τόσο διεσταλμένη μεμβράνη που ούτε στα μάτια δεν χωρά. Πόσο ριζική εμμονή! Θα προχωράς με προφητείες και θέσφατα κατασκευασμένα ακριβώς για να επιβεβαιώνεις και να δικαιώνεις μια κατ’επίφασιν ζωή. Κι αν αυτό δεν είναι υστερία τι είναι…Αναπαράσταση ζωής. Απογοητευτικότερος κι από τον Εωσφόρο. Με μια μοναξιά που τρίζει.Πας στο πουθενά να συναντήσεις φάντασμα. Έχω κι εγώ, δε λέω. Συγγενικό φάντασμα απ’το οποίο μυστικά δεν κρατώ. Σ’αυτό έχω εξομολογηθεί ανάλογες ιστορίες. Έχω ανάγκη την αύρα του για να μπορώ να γράφω. Να γράφω σε μια άκρη του τίποτα για το τίποτα. Όπως και τώρα. Που επιθυμώ να μην ανταμώσω σκέψεις με τέτοιο τρόπο αλλά να που γίνεται. Συναρμολογούνται ερήμην μου. Εμβρυικές νομίζω,ανηλικίωτες και άμορφες. Σαν υποκατάστατα που σακατεύουν τον κόπο και την ευεξία της γέννησης μιας εφικτής γραφής. Ανέφικτης πια. Κι εγώ το μαύρο ψάρι…