Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

κρυώνουν κάποτε τ'αγάλματα


Ήταν κάποτε άγαλμα. Στη θέση του στήθηκε ξόανο άχαρο.
Κοίτα τον κόσμο. Πώς φεύγει. Πώς χάνεται.
Κοίτα πώς μέσα του υπάρχει ανυπόφορα η ευαισθησία. Δεν την αντέχει. Τη φοβάται. Ο ευαίσθητος ίσως σημαίνει τον αδύναμο. Τη σπάει σε κομμάτια και τρέχει πίσω απ’το εφήμερο. Ενθουσιάζεται με τα κόλπα των ημερών που απομακρύνουν τα εγκεφαλικά κύτταρα από την ψυχή.
Κοίτα πώς ξεχνά κι αφήνεται να παρασυρθεί από το χείμαρρο των ρηχών συγκινήσεων.

Ήταν κάποτε ένα άγαλμα. Τώρα τη θέση του πήρε το σκιάχτρο.
Αυτό προσκυνούν χωρίς να ξέρουν γιατί.
Κοίτα πώς ξεχνάει ο κόσμος.
Με αυθάδεια προσκυνά το σκιάχτρο που κάποτε ήταν το τοτέμ.
Με μάτια ολόκληρα ποτέ δεν κοιτά.
Εσύ μπορείς?
Μήπως θα πρέπει να υπάρχει πάντα περίσταση για να κοιτάξεις?
Τόσο αυτοτελές το αίσθημα .Ευτελές κι ασήμαντο. Μασημένο και αναμασημένο
Σαν τις χαλασμένες ταινίες της κασέτας στα παλιά κασετόφωνα.
Λατρεύουμε τις αντανακλάσεις του αληθινού. Ενθουσιαζόμαστε με τους πολύχρωμους κι έντονους ιριδισμούς του. Το αληθινό,το τρομάζουμε. Το φοβόμαστε μ’ένα φόβο αλλόκοτα βαθύ.
Τι μένει? Ο αυτοματισμός. Σε όλα.
Οι κρατήρες της λήθης έτοιμοι να απορροφήσουν.
Κοίτα τον κόσμο. Τον ρομποτικό. Τον αυτόματο. Η ψυχολογία μας είναι αρχαϊκή,αυτή του πρωτόγονου ανθρώπου. Μορφάζουμε ασύστολα και κατά κόρον. Κατάλοιπα από σώματα θηλαστικών. Ψυχρόαιμα ζώα. Με αηδία μπροστά στο θάνατο. Την επόμενη στιγμή ξεχνάμε το θάνατο.

Ήταν κάποτε ένα σκιάχτρο. Τη θέση του πήρε το μνήμα της ευαισθησίας και της συγκίνησης.
H ταφή προοδευτική. Για πολλούς ακαριαία.
Κοίτα τον κόσμο πώς τέρπεται από περιστασιακό θρήνο, ανοίγοντας μεγαλύτερη αγκαλιά στο ξόανο.
Μετά προφασίζεται ανημποριά, κατάθλιψη, ασθένεια ψυχική.
Ποτέ δεν ξεκίνησε με παλιές διαθέσεις κι ενοχές κάτι ουσιαστικά καινούριο και αληθινά ουσιαστικό.

Κοίτα τον κόσμο.
Ανύποπτος, σε μαξιλάρια και στρώματα απαλά, λιώνει ανάλγητο «πόνο».
Χωρίς χρώμα και δύναμη κοιμάται.
Ναι, κοίτα τώρα εσύ τον κόσμο που κοιμάται και.
Έτοιμος να κηρύξει πόλεμο για το χειρότερο.
Ποτέ έτοιμος για το καλύτερο.

Κοίτα τον κόσμο που διαδηλώνει ξαπλώνοντας αμέριμνος.
Που τρομάζει στη φωνή του.

Κοίτα τον κόσμο που σταμάτησε να πιστεύει.
Κι αυτή η μη-πίστη μοιάζει αμετακίνητη.

Και το ξόανο εκεί. Ν’αναβαθμίζει το φόβο, την ανασφάλεια, την έκπτωση. Ν’ανανεώνει τα προσκυνήματα. Ν’ανατροφοδοτεί τα θαμμένα.

Κοίτα τον κόσμο πώς έμαθε να ζει, με τις παρενέργειες του άρτου και των θεαμάτων.
Με τις αξίες χαμηλές σαν βαριά σύννεφα πάνω από τον ύπνο του.
Με τα χάδια, τα χάπια και τα φάρμακα στο κομοδίνο του.
Με το σκοτάδι αγκαλιά να πορεύεται. Κοίτα τον, πώς τυφλός ζει τη ζωή του και είναι χαρούμενος για την αναπηρία του. Και συντονίζεται με τις εύθραυστες εκεχειρίες της μη ζωής.

Δες… μην ενδώσεις στο ξόανο. Μην αφεθείς μόνο στην ενοχή και στον εξιλασμό της συμφιλίωσης με την ενοχή.Γιατί, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Γιατί η συνήχηση πολλών φωνών είναι η αρχή της επανάστασης. Η συνήχηση της μνήμης και του βαθέος πόνου. Εκεί θα υπάρξει ακμαίο και θα θάλλει το φύτρο ενός μελλοντικού έργου. Κι αυτό ας αφήσουμε να στηρίζεται και σε σφάλματα από τα οποία προκύπτει η γνώση. Για να συνορεύσουμε κάποτε με τις συνειδητές ανώτερες ιδέες και πράξεις. Όσες θ’αξίζουν τη θυσία και την αυταπάρνηση.

[Πριν ξεχάσουμε πώς είναι να ζεις δίχως να προσπερνάς ακριβές στιγμές.]