Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Ήρα


Χωρίς πρόσωπο επικοινωνούμε καλύτερα… Αναπόφευκτη απλοποίηση. Η μετάβαση στη μυητική πτήση,ως τώρα τουλάχιστον, ήταν τελετουργική. Σε συμφωνία τα ρο και απονενοημένα τα φωνήματα α και ι.Η στίξη δεν αρκεί για να συνοδεύει το κήδευμα του πόνου. Πού να σου ζωγραφίσω τον Κρόνο να δεις πώς με τρως λίγο λίγο, δαγκώνοντάς μου τις ακεραιότητες? Μοιάζω με εκείνη τη μικρούλα Ήρα που είχες φτιάξει κάποτε από πηλό. Ανήμπορη μικρούλα Ήρα. Ας μιλήσουν για μας ευθέως οι υπονοούμενοι πόθοι. Ούτε που τους πιστεύω πια. Αλλά ας μιλήσουν να δούμε τι θα πουν μεταξύ τους.Και πόσο, πόσο να σε φυλακίζω στο παραμεθόριο τοπίο των λέξεων… Αδημονούσα και αποτρόπαια, σαν όψη τρελού λίγο πριν τον εγκλεισμό του με εισαγγελική εντολή…η διαρκής θέαση της εντροπίας που μέσα της ποιος ξέρει ποιος μας έριξε, γεννά θεούληδες αμφίσημους. Πάνω στα κορμιά τους χορεύουν τα πτώματα των λέξεων. Καταλαβαίνεις πώς αντικαθιστούν οι λέξεις την αρχική θέση των ειδώλων? Των αντικατοπτρισμών το στερέωμα? Εμπρησμοί εφήμεροι είναι, άστο, αυτό είναι σου λέω. Η αναγέννηση είναι φράγμα ανανεωμένο. Όταν το στερεότυπο καταλύεται τη θέση του καταλαμβάνει ένα ισχυρότερο στερεότυπο. Εφιάλτης θα καταυγάσει, κι εσύ εκούσια ταξιδεμένος στο αδύνατο. Εμποδισμένος από τη μεταστοιχείωση του αδύνατου σε αδύνατο με όρους τραύματος εγγενούς. Πού να πάμε? Δεν πάμε. Παραποιούμε και αντιστρέφουμε όρους πολέμου που ανανεώνονται κάθε λίγο. Αφού το σώμα παραμένει συνδεδεμένο με τον εφιάλτη. Μπορείς να το αποσυνδέσεις? Φοβάσαι λέω. Επιμένεις να το αφήνεις μετέωρο σαν αντίβαρο στο παραπλανητικό μέγεθος της προφητείας. Εκείνης που τάχα έψαυε την πληγή του αδύνατου. Δεν θα μαζέψω τίποτα από κάτω.Ούτε έναν φθόγγο. Αντίθετα σου αναθέτω το κονίαμα της μεταφοράς. Όταν καταλάβεις πώς αναλίσκονται τα τοπία μέσα μας, όταν το δεις με αυθύπαρκτη και οξεία όραση, όταν το ανιχνεύσεις, τότε ξαναμιλάμε. Μέχρι στιγμής δεν έχω δει τίποτ’άλλο από γδαρσίματα, από υποκειμενικότητες και εμπλοκές εκζήτησης λέξεων. Εμφορούνται οι γραφές από μακάβρια φωνήεντα. Θρυμματίζονται τα αισθήματα και μας μένουν πάλι οι λέξεις. Άγριες, αθόρυβες, μαλακές, αχάριστες, απέλπιδες, πένθιμες, χωρίς έλεος, όλα μαζί, το ίδιο είναι. Όχι, δεν θέλω να έχω ούτε φωνή ούτε λέξεις. Ας ανατρέπεται η αρμονία μου, ας ακυρώνεται η ευλάβεια αυτού του κλειστού σχήματος. Γιατί σε σχήμα το έβαλες κι αυτό. Και δεν ακούω τίποτα. Το έκανες μόνος σου. Το αποφάσισες. Δεν το πήρες πίσω. Δεν μετάνιωσες. Τώρα κι εγώ αποφάσισα το αδύνατο. Κουράστηκα με τα εσωτερικά ταξίδια και όλες οι περιηγήσεις μου κατάντησαν λυγμοί ζοφεροί. Άστο, ας μη συναντηθούμε ποτέ. Άλλωστε δε θέλω πια. Να καιροφυλακτώ διεγερτικά μήπως και κάποτε συγκατανεύσει ο καιρός, η μοίρα, ο χρόνος, τα κουραφέξαλα, τα πράσινα άλογα, οι θυμοί, οι εγωισμοί. Να ξεδιψώ με λέξεις και να πυρακτώνομαι από ονειροφαντασίες- ερεβώδεις συνερεύσεις. Εσύ μου την έφτιαξες την παραβατική ψυχοσύνθεση. Τώρα θα την υποστείς. Και δε θέλω τίποτα. Στο λέω ξεκάθαρα.Εύφορη και γονιμοποιημένη θάλασσα.Μόνο εκεί δεν είμαι?Απαντώ:εκεί. Τα όρια τα έβαλες εσύ και είναι άκαμπτα. Σ’αυτόν τον αλχημικό κόσμο των ονείρων που ακόμα παραμένουν μικρόκοσμος δύσμορφα συμβολικός, οι συναντήσεις είναι στα τρίσβαθα και στα κατάβαθα. Ο βαρκάρης αρνείται να μας συναντήσει, μπορεί να ξέρει καλύτερα. Το μαύρο πέλαγος μπορεί να ξέρει καλύτερα. Και να πώς φανερώνονται στις συναθροίσεις τα φαντάσματα. Τα δαιμονολόγια πώς επαληθεύονται. Με αναγκάζεις να εποπτεύω τ’αόρατα. Σου εξομολογούμαι την πρωινή φανέρωση. Το πρωί μόλις ξύπνησα κύλισαν απ’τα μάτια μου ανθάκια κερασιάς. Δοκιμάστηκα. Πάει λέω, τρελάθηκα. Φέρ’τε μου και την άσπρη μπλούζα και βάλ’τε μέσα. Τι περιμένετε? Μετά κατάλαβα πως ήταν από τη σωρευμένη στέρηση. Γιατί έγινα πομπός και δέκτης. Γιατί έγινα γράμμα και γραφή. Γιατί έγινα αποστολέας και παραλήπτης.Εγώ. μόνη μου. Όλα μαζί. Στο ξεκαθαρίζω. Ζευγάρι δυτών δε θέλω να γίνουμε που υποτάσσονται ολοκληρωτικά στην παρόρμηση της μέθης.
Να κρατάμε τη ζωή επώδυνη, να φυλάμε μυστικά και ν’αφιερώνουμε διαρκώς στο βυθό την ύπαρξη. Κρατάω τα υποθαλάσσια δικά μου σύμβολα, προσπερνώντας το διάφορο ρόλο που διάλεξες για μένα. Κράτα κι εσύ τα δωρικά λεπίδια σου,δίπολα έλξης κι απώθησης. Κουράστηκα σου λέω να μετασωματώνομαι στα ονόματα που μου δίνεις. Αφού πρώτος προδίδεις όλες τις εμβληματικές μου εκδοχές. Έτσι να έχουμε να λέμε για ανακλαστικές διαδοχές και ύποπτες διαλεκτικές. Το δυνητικό σώμα που μου δώρισες έσπασε. Σε ρωτάω, είναι αιτία απομάκρυνσης αυτό ή δεν είναι? Δεν είναι φάρμακο. Κηδεία είναι η προσθήκη. Η αφαίρεση αίματος και το απέριττο γύμνωμα του καρπού. Ερεθισμός. Ασύνδετο σχήμα όλες οι οιωνεί ετεροκίνητες συνευρέσεις. Επαληθεύεται η αγάπη αιωνεί. Παράτολμη και δυσχερής η ερμηνεία μας ως μαζί. Μαρτυρία κάθετη. Αποστάζουσα έλκος δεινό προπομπού και καταλύτη. Λιτανεία από έναστρα σύμβολα τη διατρυπούν. Ποια? Την αθώα χλωμάδα των χιλιομέτρων. Μήπως φταίνε κι αυτά? Μήπως φταίνει και οι πυκνοί, οριακοί αστερισμοί των μακρινών μας βλεμμάτων? Σε άλλο σχηματισμό είσαι εσύ, σε άλλο εγώ. Μην αμφιβάλεις, αγριόπαπια μαύρη σε σχηματισμό παρανοϊκό-έτσι δεν με αποκάλεσες?- με προορισμό μόνο το Νότο… Να ανασύρω το αειφανές νόημα από το αδύνατο. Αναρχικό, και η πληγή του δαίμονά μου αξίζει ένα τσιρότο. Λίγο ιώδιο. Σηματαιμία. Σύζευξη της σκέψης μου με τη δική του ανάσα. Σε συρματόσχοινο ατσαλένιο πορεύεται η πιο οργιαστική μας καταπάτηση. Σου κλέβω τη ζάχαρη και τυμβωρυχώ στο σπέρμα για να ξεδιψάσω μέσω της καμπύλης που προσγειώνεται και ενσωματώνεται στον κισσό της αυλής. Κουβαλούσα τον πληγωμένο μου θεό απόρρητο. Μικρόσωμο.Σωριάστηκε κάπου μέσα μου. Όχι. Ισλάμ είναι. Με κοχύλι αφηρημένο που κρέμεται στο λαιμό μου. Τι κοιτάς αφού δυσκολεύεσαι τόσο να ενδοσκοπήσεις?Βλάκα, ανένταχτο το κύμα είναι. Να σου το πω για το καταπιεσμένο θυμικό σου. Ανεξέλεγκτα κάποτε θα εκραγεί και θα ψάχνεις τότε την αιτία αλλά θα κρατάς την αφορμή και θα την υψώνεις και θα την κραδαίνεις, παράλογα. Από εγωισμό. Και το δοξάρι να τρέμει στη μιμική του σώματος. Υδρατμός να γίνω, πάλι δεν θα καταλάβεις τίποτα. Σκόνη να γίνω. Ποια παράμετρο φυλάς να ορίσει τη στάχτη μου?Αφού δεν καταλαβαίνεις. Τελίτσα είμαι στη συνενοχή του αδιαίρετου κανόνα. Κι εσύ προαυλίζεσαι σε ψεύδη ερωτικά για να μιλήσεις λογοτεχνικά. Μια τελίτσα είμαι που φορτίζεται από μετασχηματιστή ακαριαίων ηλεκτρικών ψεμάτων και μεταφέρει το καθολικό άλγος του σύμπαντος. Βλάκας είμαι. Μια χαζή αγριόπαπια.
Πάρε τις ηθικές αποστάσεις σου και ξεκίνα να θυμάσαι τι είσαι τι είμαι. Ξεκλείδωνε.



τετάρτη βράδυ καίγονται όλες οι σκέψεις που έχεις στείλει