Απέναντι κοιτάζω. Η δύση σκουρόχρωμη βυθίζεται αργά στο κοβάλτιο. Μαζί με τις ακέραιες αντιθέσεις αυτής της πόλης. Είμαι κι εγώ κάποια-αντίθεση- που διάλεξε να την ακολουθεί αυτή η πόλη. Η Μεσόγειος πίσω από την Κορνίς,φέγγει. Απόκοσμα φέγγει.Στο τώρα. Και στο άπειρο. Η γραφή βαδίζει γρήγορα, μυστήρια. Σχεδόν χωρίς σκέψη. Πρώτη φορά συμμαχώ μαζί της. Πρώτη φορά δεν τη μάχομαι. Χωρίς σκέψη ξεκλειδώνονται όλες οι σκέψεις. Να που είμαι εδώ. Δεν μου μιλάς πια. Δεν μου παραπονιέσαι. Πώς γίνεται να είμαι εδώ και να σκέφτομαι εσένα που άφησα πίσω? Συμμαχώ λοιπόν με τη γραφή. Είναι η μόνη που μου συμπαραστέκεται σ’αυτόν το δύσκολο πόλεμο με τη σκιά σου. Με καταδιώκει. Παντού παρούσα. Στη Μεσόγειο. Στα φώτα. Στο σκοτάδι. Στην Κορνίς. Στο σεντόνι. Στον καθρέφτη. Στο συρτάρι. Δεν έχω τίποτα δικό σου. Τώρα το σκέφτομαι. Τίποτα. Ούτε ένα μακό, ν’ακουμπάω πάνω του. Στο μανίκι του να χωρέσω την ομορφιά και τις μυρωδιές αυτού του σούρουπου. Χίλιες φορές είχαμε πει πως μαζί θα τη ζούσαμε αυτή την ώρα. Εδώ. Δεν έχω τίποτα δικό σου ν’αγγίζεται. Κοιτάζω το φως. Μαύρο. Το νησί. Το Φάρο. Το βράδυ. Γυμνό και ξάστερο. Ζέστη υγρασία και φθορά. Κάτω από τα πόδια μου λάμπει βραδινός ένας ολόκληρος κόσμος. Ο κόσμος που θα μοιραζόμασταν. Αλλά τι να τον κάνω? Δεν είσαι εδώ,η νοσταλγία σου,αυτή με κρατάει ζεστή. Είναι επειδή φαντάστηκα αυτόν τον τόπο, αυτή την πόλη μ’εμάς μέσα της. Μας χώραγε. Απλά. Σαν όνειρο. Αγαπημένα. Γιατί δεν έχω τίποτα δικό σου? Πες.Ο χρόνος τελειώνει. Δεν πρέπει να σε σκέφτομαι. Είμαι κι εγώ μέσα στην κλεψύδρα και κυλάω, άμμος κινούμενη. Ρευστή κι εγκλωβισμένη. Πάσχω από έναν ιδιόρρυθμο αναλφαβητισμό. Να μην μπορώ ν’αναγνωρίζω αντικείμενα και ανθρώπους παρά μόνο με την αφή. Δεν μπορώ να χαρώ την αλεξανδρινή νύχτα. Το τοπίο με περιβάλλει, με προστατεύει από το αλγεινό παιχνίδι πολέμου που διάλεξα. Που διάλεξες. Δεν έχω τίποτα δικό σου. Ένα χαρτί έστω που να γράφει πώς ένιωσες κάποτε, πολύ μακρινά…,για μένα. Δυο πουλιά στο ίδιο σύρμα. Κοιτάς τη Δύση. Εγώ την Ανατολή. Αλλά ούτε εσύ ούτε εγώ πετάμε. Χωριστά δεν πετάμε. Ούτε τα βλέμματά μας συναντιούνται…πώς περιμένεις εμείς…Αν ήσουν εδώ θα περπατάγαμε πλάι πλάι στην παραλιακή. Η θάλασσα δίπλα. Όλη η θάλασσα. Θα την ανασαίναμε βαθιά. Μαζί θα την εισπνέαμε. Και ναι. Θα έμπαινε η αλμύρα της μέσα μας. Θα μυρίζαμε το άρωμα από τα σουκς, λιβάνι με κέδρο και σανταλόξυλο. Τον καπνό από τους αργιλέδες. Ωραία που θα ήταν αν ήσουν εδώ. Θα ήμασταν πολύχρωμοι. Και μπορεί να με κράταγες για λίγο στην αγκαλιά σου. Για λίγο μόνο. Δεν θέλω αγκαλιές. Το χέρι σου ν’αγγίζει τα μαλλιά μου.
Φύσηξε λιγάκι. Ξαφνικά. Έφερε στο μπαλκόνι δυο τρία πέταλα βελούδινα από κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Θρόισαν δίπλα μου. Λες και με κάλεσαν. Σκύβω τα μαζεύω. Τα μυρίζω. Μοιάζουν ζωντανά. Μπορεί και να μου τα έστειλες, σκέφτομαι. Ίσως με σκέφτεσαι. Όχι. Θ’απαγκιστρωθώ κάποτε απ’αυτή την πλάνη. Πως τάχα με σκέφτεσαι. Ψέματα.Συρματόπλεγμα ηλεκτροφόρο υπάρχει ανάμεσά μας. Γιατί? Μπλέκομαι μέσα στο συρματόπλεγμα. Θέλω να το περάσω. Να σε φτάσω. Είσαι απέναντι. Δεν με νοιάζει τι θα πάθω. Μετά, με κρατάει πίσω η δική σου ψυχρότητα. Ο ορθολογισμός σου. Η εκλογίκευση όλων. Τι αντίφαση! Να καίγεσαι για να συναντήσεις κάποιον, να μη σε νοιάζει που καίγεσαι και να αγγίζεις τον πάγο του. Το φως χαμηλώνει στη αλεξανδρινή Μεσόγειο. Μαύρος ήλιος. Μαύρο φως. Μαύρη η Μεσόγειος. Ενώ φέγγει μαύρα.Από το βάθος ακούγεται ούτι. Ο αμανές του φτιάχνει μια εικόνα. Ψέματα. Εγώ τη φτιάχνω. Εσύ κι εγώ στη μέση των αναστεναγμών. Αγκαλιά. Ψέματα. Όχι αγκαλιά. Δεν θέλω αγκαλιές. Είμαστε κοντά. Οι ώμοι μας μόνο αγγίζονται κάπως. Δεν αντέχεται το δειλινό χωρίς τίποτα δικό σου. Μήπως όλα είσαι εσύ? Σκαλίζω στον τοίχο στιγμές με τα χέρια. Φεύγουν οι στιγμές. Πού να τις σημειώσω? Υπάρχουν ρούχα απλωμένα στα σχοινιά. Βλέπω εμάς απλωμένους στα σχοινιά. Πέταλα χρωματιστά κρεμασμένα στα μανταλάκια.
Γιατί όποτε ερχόμουν δεν ήσουν εκεί? Γιατί όποτε ερχόσουν έφευγα?
Αν ήταν να έρθω ως εδώ για να παραδεχτώ πως σ’αγαπώ και φεύγω…
Αν ήταν να έρθω ως εδώ για να πω πως σ’αγαπώ και «αδιαφορώ»…Ο χρόνος τελειώνει. Η σελίδα το ίδιο. Δεν έχω κανένα επιχείρημα. Άοπλη όπως πάντα πηγαίνω στον πιο άγριο πόλεμο. Χωρίς ασφάλεια. Χωρίς ενδεχόμενα. Πώς περιμένω έτσι αφοπλισμένη, μ’ένα χωρίς στην χούφτα να κατακτήσω τον κόσμο? Ψέματα. Δεν μου καίγεται καρφί αν θα κατακτήσω τον κόσμο. Εσένα, με νοιάζει. Μπορώ? Θέλω. Χωρίς τίποτα. Ψέματα. Χωρίς ψέματα Σεβάχ.
βραδινή Αλεξάνδρεια,
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2020